
Οι παραβολικές καμπύλες του Ιάννη Ξενάκη και οι ήχοι από τα αναμμένα κάρβουνα ήταν η αρχή μιας μοναδικής φουτουριστικής κατασκευής που προκαλεί δέος ακόμα και σήμερα.
Το Philips Pavilion που δημιουργήθηκε για τους πέντε μήνες του World Fair στις Βρυξέλες του 1958 -και σήμερα θα μπορούσε να ονομαστεί multimedia event- ήταν ένα διεπιστημονικό όργιο διαφόρων τεχνών που παραμένει διαχρονικά πρωτοποριακό. Κάτι σαν πρόδρομος των multiplex. Η φουτουριστική κατασκευή του σπουδαίου Ελβετού αρχιτέκτονα Le Corbusier- από δύο κρεμαστές, γλυπτές φιγούρες από ατσάλι και μπετόν, με καμπύλες βασισμένες στις παραβολικές καμπύλες που ο Ξενάκης είχε ανακαλύψει στα μαθηματικά, και τις οποίες χρησιμοποίησε για να «κατασκευάσει» τα πρώιμα έργα του όπως το Metastasis-, συμπληρωνόταν από προβολές εικόνων και τελευταίας τεχνολογίας (για το τέλος των ’50s) ηχητικές εγκαταστάσεις, που έπαιζαν δύο συνθέσεις ηλεκτροακουστικής μουσικής, συνολικής διάρκειας δέκα λεπτών: το Poème électronique του Edgar Varèse και το Concrete P.H. του Ξενάκη. Το δίλεπτο κομμάτι του Ξενάκη από ήχους από αναμένα κάρβουνα συνόδευε τους επισκέπτες για όση ώρα χρειαζόταν για να μπουν στην αίθουσα, ενώ το δεκάλεπτο «ηλεκτρονικό ποίημα» του Varèse ακουγόταν μέσα στην αίθουσα. Συνολικά υπήρχαν 350 ηχεία συνδεμένα σε 20 ενισχυτές, κάτι εξωπραγματικό για τα δεδομένα της εποχής. Αν το συνδυάσεις με την «διαστημική» κατασκευή και τις συνεχώς εναλασσόμενες εικόνες από κρανία, βομβαρδιστικά αεροπλάνα, γλυπτά των νησιών του Πάσχα και σκηνές από ταινίες του Σαρλό που προβάλλονταν μέσα στην εγκατάσταση, μπορείς να δικαιολογήσεις πλήρως τις αντιδράσεις του κοινού –περισσότερα από 20 χιλιάδες άτομα την ημέρα!- που κυμαίνονταν από το απόλυτο δέος και τον άγριο ενθουσιασμό, μέχρι τον καθαρό τρόμο.
Η κατασκευή ήταν φταγμένη με τέτοιον τρόπο, ώστε ένας καμπυλωτός κυλινδρικός διάδρομος σε οδηγούσε το εσωτερικό της, το οποίο θύμιζε το στομάχι της αγελάδας. Ομάδες 500 ατόμων έμπαιναν ανά δεκάλεπτα στον χώρο, περνώντας από τον διάδρομο, κι έπειτα έμπαιναν στον κύριο χώρο και παρέμεναν για οχτώ λεπτά σε μια αίθυσα που βυθιζόταν στο απόλυτο σκοτάδι. Στη συνέχεια βομβαρδίζονταν από πολυκάναλους στερεοφωνικούς ήχους, στατικές και κινούμενες εικόνες, πολύχρωμα φώτα, ακτίνες φωτός, τον ήλιο το φεγγάρι και τα αστέρια που εμφανίζονταν στο ταβάνι. Στο τέλος του δεκάλεπτου έβγαιναν σαστισμένοι και «χωνεμένοι» από άλλη έξοδο, ενώ το επόμενο γκρουπ ετοιμαζόταν να μπει στο διάδρομο.
Ο Ξενάκης ήταν ήδη 11 χρόνια συνεργάτης του Le Corbusier [από το 1947 που έφυγε απ’ την Ελλάδα και μετακόμισε στο Παρίσι δούλευε στην εταιρία του] και είχε κατά πολύ συνεισφέρει και στο αρχιτεκτονικό μέρος της κατασκευής, αλλά ο Corbusier πήρε όλη τη δόξα για το Pavilion. Αυτός ήταν κι ο λόγος που ο Ξενάκης εγκατέλειψε την εταιρία του και δεν κοίταξε ποτέ πίσω.
Κι αυτό που έχασε η αρχιτεκτονική το κέρδισε η μουσική.
Παρόλη την μοναδικότητά του, το έργο καταστράφηκε μετά το τέλος της έκθεσης.
Ξενάκης, ήχος και πόλη
Ο Δημήτρης Έξαρχος γράφει για τον καλλιτέχνη και πολίτη του κόσμου Ιάννη Ξενάκη.
Μια δεκαετία μετά τον θάνατό του, η μουσική του Ξενάκη συνεχίζει να παίζεται. Με αφορμή αυτόν τον στρογγυλό αριθμό, διάφορες πόλεις, Νέα Υόρκη, Λονδίνο, Βερολίνο, Παρίσι αλλά και Αθήνα, ξανακούνε Ξενάκη. Έργα που αρχικά θεωρούσαμε σχεδόν αδύνατο να παιχτούν, σήμερα παίζονται από όλο και περισσότερους νέους ερμηνευτές. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό· είχαμε και εκθέσεις των αρχιτεκτονικών του σχεδίων, εργαστήρια για την εξέλιξη των λογισμικών του, ομιλίες και κείμενα.
Αυτό που φαίνεται πως χρειαζόμαστε σήμερα είναι ένας τρόπος να “ακούσουμε”, όχι μόνο τη μουσική του Ξενάκη, αλλά και τις ιδέες του, ακόμα και μέσα από τη βιογραφία του και τη δράση του στην κατοχική Αθήνα. Ως φοιτητής του Πολυτεχνείου συμμετέχει στην Αντίσταση, που για τον Ξενάκη θα αποδειχθεί μια καθαρά νέα πολιτκή στάση: απογοητευμένος από τη δεξιά φοιτητική οργάνωση όπου βρέθηκε, εισχωρεί στον φοιτητικό λόχο “Λόρδος Βύρων” της ΕΠΟΝ (που σχετίζεται με το ΕΑΜ). Διαβάζει Μαρξ και Πλάτωνα. Ως ακτιβιστής, συμμετέχει στην οργανώνση διαδηλώσεων και τον Δεκέμβρη του '44 τραυματίζεται από θραύσμα οβίδας του Βρετανικού κατοχικού στρατού, ενώ βρίσκεται στην έδρα του “Λόρδου Βύρωνα”, στην οδό Διδότου στα Εξάρχεια. Επιζεί, χειρουργείται και νοσηλεύται για τρεις μήνες. Τρία χρόνια μετά, με πλαστά χαρτιά για τα οποία φρόντισε ο πατέρας του, φεύγει για Ιταλία. Αργότερα θα περιγράψει τους ήχους που άκουγε τότε, σε σχέση με τη σύνθεση.
Αυτό που φαίνεται πως χρειαζόμαστε σήμερα δεν είναι απλά να ακούσουμε τη μουσική του, αλλά τους ήχους της πόλης που άκουσε εκείνος τότε· να τους ακούσουμε σε σχέση με τους σημερινούς. Αλλά πώς μεταφέρει κανείς τους ήχους που άκουσε, χωρίς να προσφέρει απλά ένα αντίγραφο; Από εκεί ξεκινάει η αναζήτηση της πρωτοτυπίας, και ο Ξενάκης ξεπερνά τις σκέψεις του για μια παραδοσιακή μουσική που να τροφοδοτεί τις αβάντ-γκαρντ αναζητήσεις της Ευρώπης. Για να καταφέρει να διαισθανθεί τον ήχο, παίρνει μια απόσταση: περιγράφοντας τις μεταλλάξεις των ήχων στην Αθήνα των αντιναζιστικών διαδηλώσεων, θα τους απογυμνώσει από το ηθικό και πολιτικό τους περιεχόμενο. Το ζητούμενο πια είναι η διαδικασία – ο ήχος ως διαδικασία: μια μετα-μουσική. Το πρώτο αφαιρετικό έργο του είναι οι ηχητικές μάζες των Μεταστάσεων (1953-54) που ανοίγουν το δρόμο προς το κατώφλι της στοχαστικής μουσικής. Αυτή η βασική αναζήτηση θα του επιτρέψει αρκετές δεκαετίες αργότερα να αναπτύξει το λογισμικό GENDYN που θα χρησιμοποιήσουν σύγχρονοι μουσικοί για non-standard σύνθεση ήχου (Haswell & Hecker) και που αρκετοί θα συσχετίσουν με το noise.
Πώς γίνεται ένας λίγο-πολύ αυτοδίδακτος συνθέτης, που πριν από μισό αιώνα μίλησε για κοκκώδη σύνθεση ήχου με όρους που μετέπειτα συναντήσαμε στις θεωρίες του φυσικού Dennis Gabor, να γεμίζει μια αίθουσα συναυλιών του σύγχρονου Λονδίνου με το κοινό της Warp; Αλλά δεν είναι αυτό το θέμα μας: η ειρωνία είναι πως σχεδόν την ίδια περίοδο, στη σύγχρονη Αθήνα, ακούμε ξανά τους ήχους του πλήθους στους δρόμους. Και μάλιστα, ίσως το ίδιο άγριους και χαοτικούς. Απογοητευμένος από τους Σοβιετικούς αλλά και από τους Βρετανούς, ο Ξενάκης αποσύρθηκε από την πολιτική. Η πολιτική δεν μπορεί να αλλάξει τον κόσμο έλεγε – η τέχνη όμως μπορεί. Αλλά δεν μας άφησε μια πολιτική τέχνη με τη στενή έννοια του όρου. Πέρα από δύο περιπτώσεις (το Nuits, αφιερωμένο στους πολιτικους κρατούμενους του κόσμου, και τους αφρικανικούς ρυθμούς του Okho για να “γιορτάσει” τα 200 χρόνια από τη Γαλλική επανάσταση), η μουσική του παραμένει επίμονα αφαιρετική. Για τον Ξενάκη, η μουσική και η πολιτική μπορούν να έρθουν σε επαφή μόνο όταν βρίσκονται σε απόλυτη διάκριση. Με αυτόν τον τρόπο μπορούμε να έχουμε πρόσβαση στον κόσμο της σήμερα, που η πολιτική κατάσταση είναι τόσο διαφορετική. Σε εντελώς διαφορετικά συμφραζόμενα, ο σύγχρονος Γάλλος φιλόσοφος Jean-Luc Nancy αναφέρθηκε στην πολιτική στάση του φιλοσόφου που αναζητά την αλήθεια: “το πρωταρχικό πολιτικό καθήκον του φιλοσόφου είναι φιλοσοφεί, όπως το πρωταρχικό πολιτικό καθήκον του μουσικού είναι να συνθέτει”. Ή με όρους του George Orwell: “στην εποχή της παγκόσμιας απάτης το να λες την αλήθεια είναι επαναστατική πράξη”.
Ο Ξενάκης ήταν ένας πολίτης του κόσμου. Πέρασε από την Ιταλία, όπου τον υποδέχτηκαν εν γνώσει του πλαστού διαβατηρίου του, με προορισμό τις ΗΠΑ, αλλά έμεινε στο Παρίσι. Σύντομα, τα χαρτιά του πολιτικού πρόσφυγα αντικαταστάθηκαν από ένα Γαλλικό διαβατήριο, ενώ στην Ελλάδα είχε ήδη κηρυχθεί αποστάτης και καταδικαστεί, ερήμην του, σε θάνατο. Η πρώτη αναγνώριση στην Ελλάδα έρχεται με το βραβείο Μάνος Χατζιδάκις στις αρχές της δεκαετίας του '60, ενώ είναι ακόμα καταδικασμένος. Μετά τη δικτατορία, λαμβάνει με το ταχυδρομείο ένα νέο Ελληνικό διαβατήριο από την πρεσβεία στο Παρίσι· το δέχεται, αλλά ταξιδεύει στην Ελλάδα χρησιμοποιώντας το Γαλλικό.
Η αναγνώριση του Ξενάκη στη Ελλάδα συνέχισε· μάλιστα, τη δεκαετία του '80, με την ενθάρυνση της Μελίνας Μερκούρη, σχεδίασε το Πολύτοπο των Αθηνών: ένα έργο πολυμέσων στο οποίο κεντρικός χαρακτήρας θα ήταν η πόλη, σε μια ηχητική και εικαστική χορογραφία με τη συμμετοχή κατοίκων, μνημείων, και ολόκληρης της διαθέσιμης υποδομής (καμπάνες, σειρήνες, μεγάφωνα, αντιεροπορικοί προβολείς, λέηζερ). Το θέμα θα ήταν η Ειρήνη. Η εμφυλιακή Αθήνα βρισκόταν στο κέντρο των εξελίξεων, ως η σκηνή της πρώτης πράξης του ψυχρού πολέμου και της οικονομικής βοήθειας του Σχεδίου Μάρσαλ. Κατά ειρωνική σύμπτωση, η Αθήνα του σήμερα ζει τα πρώτα δείγματα της Ευρώπης του μέλλοντος.
back to main