Η Θεοδώρα Προβοπούλου ξεκίνησε σπουδάζοντας Οικονομικά και Φιλοσοφία στην Οξφόρδη. Το μεταπτυχιακό της το έκανε σε σχολή για μοδίστρες. Τώρα την φωνάζουν «θεία» διάφοροι που δεν είναι ανίψια της και αυτή τους φτιάχνει κορσέδες και ρούχα που θυμίζουν ζαχαρωτά και ηρωίδες παραμυθιών.
Στο ough! για τον παππού της τον ναυτικό, τη βατελίνη, την κοκέτα γιαγιά της που την περνούσαν για την Φρειδερίκη, την Χριστιανική Ένωση Νεανίδων και άλλα πράγματα σχετικά και άσχετα με τα ρούχα.
Φωτο: Χρήστος Αράζος.
Πότε άρχισες να φτιάχνεις ρούχα;
Όσο περνάνε τα χρόνια αυτή η ερώτηση γίνεται όλο και πιο τρομακτική. Είμαι τώρα σχεδόν τριάντα και είχα ξεκινήσει να φτιάχνω κάτι ρουχαλάκια και να τα δίνω σε μαγαζιά από τα εικοσιένα μου.
Πώς ξεκίνησες;
Σπούδασα φιλοσοφία και οικονομικά στην Οξφόρδη. Αλλά μου άρεσε πάντα να ζωγραφίζω. Ζήλευα πάρα πολύ τα παιδιά στο σχολείο που προετοιμάζονταν για την Καλών Τεχνών, αλλά θεωρούσα ότι αυτό δεν είναι για μένα. Είναι αυτό το κόλλημα που υπάρχει ότι, αν είσαι καλός μαθητής, πρέπει να πας πανεπιστήμιο οπωσδήποτε. Δεν μπορούν να δεχτούν οι καθηγητές ότι έχεις καλούς βαθμούς και δεν θα πας να χτυπήσεις μια υψηλόβαθμη σχολή. Από μέσα μου ήμουν δυστυχισμένη, αλλά πίστευα ότι δεν είναι για μένα, δεν σκεφτόμουν καν να κάνω κάτι πιο δημιουργικό. Αφού τελείωσα τη σχολή δούλεψα τέσσερις μήνες με οικονομικά, έπεσα σε μια βαριά κατάθλιψη, κλείστηκα μέσα στο σπίτι κάνα τρίμηνο, ζωγράφιζα μόνο και έκανα και καμιά μεταποίηση. Οπότε, σκέφτηκα ότι αν αυτό με κάνει να αισθάνομαι καλά ακόμα και μες τη κατάθλιψη, μήπως τελικά πρέπει να το πάρω όλο αλλιώς και μήπως τελικά δεν είναι αμαρτία κάτι πιο δημιουργικό να το κάνεις επάγγελμα;
Με τα ρούχα τη σχέση είχες;
Ήταν η γιαγιά μου μοδίστρα και έραβε για εμάς, τα εγγόνια φουλ. Έχω δυο μεγάλα αδέρφια αλλά με μεγάλη διαφορά ηλικίας, οπότε δεν με κάνανε πολύ παρέα και άραζα πιο πολύ με τον παππού και τη γιαγιά. Έπαιρνα ’κάνα υφασματάκι από τη γιαγιά και έφτιαχνα ρούχα για μια κούκλα που είχα. Στην εφηβεία μου που ήταν της μόδας οι καμπάνες δεν πήγα να πάρω καμπάνα, την έφτιαξα μόνη μου.
Η γιαγιά σε μάθαινε πώς να κάνεις ρούχα;
Δεν ήθελε να μου μάθει. Το θεωρεί κατάρα γιατί κυρτώνεις, παθαίνουν τα μάτια σου… Ορφανή από μάνα η ίδια, ψιλοαναγκάστηκε να αφήσει το σχολείο και να αρχίσει να δουλεύει. Έλεγε «αφού είσαι τυχερή και έχεις γονείς που σου δίνουν την δυνατότητα να σπουδάσεις, γιατί να γίνεις μοδίστρα»; Χωρίς να το θέλει όμως μου ’μαθε, επειδή την παρακολουθούσα συνέχεια. Αλλά η κακομοίρα, τώρα ψευτογουστάρει. Μου τη λέει συνέχεια, αλλά είναι κάποιες φορές που άμα δει ρούχο μου θα πει «Α! Παιδί μου! Εγώ! Εγώ σε μεγάλωσα!» Η γιαγιά εντωμεταξύ ήταν τρελή κοκέτα, παρόλο που δεν είχε λεφτά. Καπέλα και τέτοια. Μια φορά κατέβαινε τα σκαλοπάτια στο Γύθειο και επειδή περίμεναν να έρθει με καράβι η Φρειδερίκη, κάθισαν δεξιά και αριστερά και χειροκροτούσαν. Νόμιζαν ότι ήταν η Φρειδερίκη!
Οπότε σπούδασες σχέδιο μόδας;
Την περίοδο που έκανα τις μεγάλες ανακοινώσεις στο σπίτι ότι αλλάζω καριέρα, έτυχε και ήταν μια φίλη μου στη Μαδρίτη που έκανε Erasmus. Πήγα εκεί και είπα εντάξει, θέλω να μείνω εδώ για πάντα. Πήγα για έναν χρόνο σε μια σχόλη, σχέδιο μόδας, αλλά επειδή δεν ήταν όσο εντατική ήθελα, την παράτησα και πήγα σε σχολή για μοδίστρες. Σε τέτοια επαγγέλματα είναι απαραίτητο να ξέρεις το τεχνικό κομμάτι. Την αισθητική σου την αναπτύσσεις και μόνος σου, παίρνεις τους δρόμους, πας σε κανένα μουσείο, ανοίγεις βιβλία, κοιτάς το κτίριο, τη λεπτομέρεια, τον κόσμο έξω.
Στο σπίτι τι είπαν όταν το ανακοίνωσες;
Στην αρχή φοβούνταν μήπως δεν ήταν σοβαρή απόφαση. Μήπως απλά πήγα να δουλέψω και δεν μου άρεσε, δεν μπορούσα να αντιμετωπίσω τη ζωή. Όταν όμως έπιασα δουλειά στη Μαδρίτη και τους είπα ότι καταλαβαίνω την ανησυχία σας, αλλά αυτό θέλω να κάνω και θα το κάνω ούτως ή άλλως και έμενα σε ημιυπόγειο τριάντα τετραγωνικών. Είπαν εντάξει, το παιδί μάλλον το θέλει… Μετά από τέσσερα χρόνια γύρισα Ελλάδα. Άρχισα να δουλεύω για να μπορέσω να νοικιάσω ένα σπίτι καταρχήν, και παράλληλα έκανα τα δικά μου. Γνώρισα την Αλίκη, την πατρονίστ μου και αρχίσαμε να δουλεύουμε μαζί. Ο χώρος που δουλεύαμε ήταν ο χώρος που έμενα, ένα διαμέρισμα στην Ιπποκράτους.
Τι ξεχωριστό έχουν τα ρούχα σου;
Νομίζω είναι το «παραμυθιακό» στοιχείο. Δεν είναι ρούχα που θα τα βάλει κάποιος εύκολα να πάει μια βόλτα. Θα τα βάλει κάποιος που θα πει σήμερα γουστάρω να ντυθώ, γιατί με κάνει να νιώθω ωραία και το ζω λίγο παραμυθένια.
Ποιο κομμάτι της δουλειάς σου σ’ αρέσει πιο πολύ;
Να βρίσκω λύσεις. Είτε σχεδιαστικά, είτε σε άλλο επίπεδο. Μπορεί να έρθει μια κυρία και μου πει «θέλω ένα φόρεμα να το βάλω το καλοκαίρι και να το λιώσω». Εμένα αυτές είναι οι αγαπημένες μου. Έχει ενδιαφέρον, γιατί πρέπει να κάνεις μια ψυχανάλυση και να φτιάξεις κάτι που να σας κάνει και τους δυο χαρούμενους.
Με τους κορσέδες πώς και ασχολήθηκες;
Όταν δούλευα σε ένα κατάστημα στην Ισπανία ήρθε μια κυρία που δούλευε παλιά στη Chanel και έπειτα είχε ανοίξει δική της corceterie. Έφερε έναν κορσέ που είχε φτιάξει και είπα «ουάου». Το ενδιαφέρον στον κορσέ είναι ότι πρέπει να έχεις μάθει πολύ καλό πατρόν και να πας να σπάσεις τους όρους του πατρόν. Είναι τεχνική. Στον κορσέ δεν κοιτάς πώς να ακολουθήσεις το σώμα, αλλά πώς να το αλλοιώσεις. Αλλάζεις το στήθος, σηκώνεις την πλάτη… έχει τη δυνατότητα να σου αλλάξει το σώμα χωρίς να υποφέρεις. Είναι λάθος αυτό που πιστεύουν πολλοί ότι πονάει.
Γιατί Τheia;
Πάλι έχει να κάνει με την τεχνική. Πώς είναι κάτι θείες που έχουν ξεμείνει και ξέρουν να ράβουν, αυτές που ράβουν και στο χέρι, που θα γκρινιάξουν ότι κάτι δεν είναι καλό και θα το πάρουν να το ξανακάνουν. Όλη αυτή η ξινίλα με την τεχνική και την αυστηρότητα σε συνδυασμό με αγάπη. Γιατί το ξηλώνει επειδή σ’ αγαπάει και θέλει να είναι τέλειο το ρούχο σου.
Εκτός από ρούχα, τι άλλο σε ευχαριστεί να κάνεις;
Δεν είναι ότι δεν έχω άλλα ενδιαφέροντα, αλλά πάντα ό,τι και να κάνω το συνδυάζω με ρούχα. Θα πάω να δω μια ταινία και θα κοιτάω τα κοστούμια.
Η έμπνευση από πού έρχεται;
Από τα παραμύθια. Μεγάλωσα με τον παππού και την γιαγιά. Ο παππούς μου ήταν φοβερός παραμυθάς. Ήταν ναυτικός, οπότε είχε ζήσει άπειρα πράγματα και έλεγε άπειρες ιστορίες. Είναι γενικότερα η αίσθηση του παραμυθιού, ότι επιτρέπεται, ότι μπορώ να κάνω αυτό που θέλω και όλα θα πάνε καλά στο τέλος. Ο παππούς μου, ας πούμε, μου έλεγε και παραμύθια με κανίβαλους, αλλά στο τέλος ο ήρωας γλίτωνε.
Η καλύτερη και η χειρότερη σου στιγμή όλα αυτά τα χρόνια;
Η χειρότερη ήταν σε μια περίοδο που έφτιαχνα στολές για μια διαφήμιση. Για αυτές τις κοπέλες που είναι συνήθως στον δρόμο και μοιράζουν δείγματα και τέτοια. Τότε δούλευα μέσα στον χώρο που ζούσα, στο διαμέρισμα στην Ιπποκράτους. Είχα μια παραγγελία για μπουφανάκια από βατελίνη που είναι υλικό σούπερ καρκινογόνο, σαν βαμβάκι, αλλά πολυεστέρας. Τα καλά μπουφάν έχουν μέσα πούπουλα, αλλά τα φτηνά έχουν βατελίνη. Γενικά το υλικό αυτό δεν το βρίσκεις πουθενά σκέτο, μόνο μέσα σε μπουφάν, γιατί αν το ακουμπήσεις σου κάνει ζημιά. Πήγαινα για ύπνο και είχε παντού χνούδι βατελίνης, είχα κόκκινα μάτια, ξυνόμουνα, ήμουν σαν χαμένη. Κανονικά πρέπει να φοράς μάσκα και γυαλιά αλλά τώρα καλοκαίρι μέσα στην Ιπποκράτους φαντάσου…
Η καλύτερη στιγμή ήταν όταν γνώρισα την Αλίκη, την πατρονίστ μου. Μας σύστησε ο Λούβρος στο Booze και από τότε δεν ξαναχωρίσαμε. Νιώθω πολύ τυχερή που μπόρεσα να έχω από την αρχή έναν συνεργάτη με τον οποίο τα έχουμε βρει και περνάμε και καλά. Είναι πολύ σημαντικό να δουλεύεις με κάποιον που σε εμπνέει και μέσα από την σχέση σας να κερδίζεις πράγματα.
Ποιο είναι το πιο περίεργο ρούχο που έχεις κάνει;
Στολή «πεταλούδα» για playmate.
Πώς προέκυψαν τα μαθήματα που οργανώνεις εδώ;
Από αυτό το κόλλημα που έχω με την τεχνική. Πριν φύγω για την Ισπανία προσπάθησα να βρω μια σχολή στην Ελλάδα να κάνω μερικά μαθήματα, να καταλάβω αν όντως με ενδιαφέρει. Αλλά δεν υπήρχε τίποτα. Πήγα στη ΧΕΝ και με διώξανε. Μου λένε δεν είσαι εσύ για εδώ.
Τι είναι αυτό το XEN;
Χριστιανική Ένωση Νεανίδων! Αλλά μου είχε κάνει εντύπωση που δεν υπήρχε ένας χώρος να πας να σου μάθουν να φτιάχνεις τα ρούχα σου, να μην σου πάρουν απλά τα λεφτά για δύο τρία χρόνια. Είχε μείνει αυτό στο πίσω μέρος του μυαλού μου όταν γύρισα στην Ελλάδα. Υπήρχαν και διάφορες κοπέλες που μου έλεγαν «πόσο τυχερή είσαι που το σπούδασες αυτό το πράγμα» και αποφάσισα να μαζέψω δέκα άτομα που ήθελαν να ασχοληθούν και να τους κάνω μαθήματα. Το πείραμα πήγε καλά, διαδόθηκε από στόμα σε στόμα και βρεθήκαμε μετά από δύο χρόνια να έχουμε 3 τμήματα και άλλα 100 άτομα που ήθελαν να έρθουν. Ο πιο βασικός λόγος που μετακομίσαμε εδώ στον Κεραμεικό, σε μεγαλύτερο χώρο, είναι για να μπορούμε να χωράμε για τα μαθήματα. Και μπορεί να έρθει όποιος θέλει, χωρίς να ξέρει τίποτα, ξεκινάμε από το μηδέν.
Για το μέλλον τι έχεις στο μυαλό σου;
Δεν έχω κάτι πολύ συγκεκριμένο. Οι συνθήκες είναι πάρα πολύ αβέβαιες για να κάνω σχέδια. Αυτό που προσπαθώ αυτή τη στιγμή είναι να προσαρμόζομαι. Είναι πάρα πολύ κρίσιμα και οριακά τα πράγματα και με ενδιαφέρει να επιβιώσει αυτό που κάνω.
Θερμοπυλών 59 και Παραμυθίας, Κεραμεικός, 210 36 00 449.
back to main