Το τελευταίο πορτρέτο
Θανάσης Μουτσόπουλος

Άφησε τους νεκρούς να θάψουν τους νεκρούς (Λουκάς, 9, 57 ως 62).

H φωτογραφία, απ’ τη στιγμή που έγινε προσιτή σε ευρύτερα κοινωνικά στρώματα, οργανώθηκε με στόχο ν’ απαθανατίσει τις σημαντικότερες στιγμές ενός ανθρώπου: τη γέννηση, τα σχολικά χρόνια, την αποφοίτηση από το πανεπιστήμιο, τη θητεία στο στρατό (για τους άντρες), τον γάμο, τον θάνατο… Όπως έγραφε η Susan Sontag, από τότε που εφευρέθηκε η φωτογραφική μηχανή το 1839, η φωτογραφία έχει συντροφιά το θάνατο. Επειδή η εικόνα που παράγεται με τη μηχανή είναι κυριολεκτικά ίχνος αυτού που βρίσκεται μπροστά στο φακό, οι φωτογραφίες σαν ενθύμιο του χαμένου παρελθόντος και του προσφιλούς εκλιπόντος, είναι ανώτερες κάθε ζωγραφικού έργου. Ένα φωτογραφικό έθιμο που συνηθιζόταν από την εποχή της δαγγεροτυπίας μέχρι τη δεκαετία του '60, για να σταματήσει σήμερα να ασκείται στα περισσότερα μέρη του κόσμου: ένα στημένο πορτρέτο του νεκρού πριν ενταφιαστεί, ανάμεσα στα συγγενικά του πρόσωπα. Γνωρίζουμε ότι η πρώτη δαγγεροτυπία νεκρού προσώπου πραγματοποιήθηκε στη Γαλλία το 1839.[i] Μέχρι εκείνη την ημερομηνία, για να διατηρήσουν την εικόνα ενός νεκρού, τα μέσα ήταν τα εκμαγεία από κερί ή τα ζωγραφισμένα πορτρέτα. Φυσικά τέτοιες δυνατότητες προσφέρονταν μόνο σε δημόσια πρόσωπα, μονάρχες, ευγενείς, διάσημους καλλιτέχνες. Η άυλη υπόσταση του πεθαμένου υποτίθεται ότι είναι επίσης παρούσα σ' αυτή την τελευταία εγκόσμια καταγραφή του. Αυτά τα πορτρέτα (στις ευρωπαϊκές χώρες) εκτίθονταν δημοσίως χωρίς πρόβλημα, κατά τον 19ο αιώνα, οπότε είναι απορίας άξιον γιατί το θέμα σήμερα αποτελεί κάτι στα όρια του ταμπού. Τα φωτογραφικά νεκρικά πορτρέτα, κατά κανόνα, ανήκουν σε τέσσερεις κατηγορίες χωρικών διατάξεων:

-Το νεκρικό κρεββάτι.

-Το φέρετρο στο νεκροταφείο.

-Το φέρετρο σε αίθουσα τελετών.

-Ο νεκρός καθιστός.

Άλλες παραλλαγές μπορούν να είναι η διακόσμηση ή όχι, με λουλούδια και η παρουσία πενθούντων προσώπων. Σε ορισμένες περιπτώσεις λήψεων σε νεκροταφεία το  πλήθος των παρευρισκομένων μπορεί να είναι πολλές δεκάδες ή εκατοντάδες άτομα. Αν η φωτογραφία ως μέσον περιέχει πάντοτε την έννοια του θανάτου, αφού η στιγμή παρήλθε, η ενότητα αυτή δίνει επιπλέον διάσταση στην έννοια. «Η απεικόνιση νεκρών ήταν από τη γέννηση της φωτογραφίας έως τα μέσα περίπου του 20ού αιώνα και θεμιτή και συνήθης», γράφει ο Κωστής Αντωνιάδης, με αφορμή το έργο του Καστοριανού φωτογράφου Λεωνίδα Παπάζογλου. «Ειδικότερα η επικήδεια φωτογραφία, συνδεδεμένη με την ανάγκη της μνήμης, αποτελούσε ένα είδος αποχαιρετισμού στο νεκρό παρόμοιας σημασίας με αυτήν που έχει σήμερα στην τελετή της κηδείας το άνοιγμα του φερέτρου πριν την ταφή. Στη φωτογραφία [αυτή] η νεκρή γυναίκα ξαπλωμένη σ’ ένα λευκό σεντόνι στο ύπαιθρο, πιθανώς έξω από την κατοικία της, περιστοιχιζόμενη από τους συγγενείς της, προσθέτει στην ιστορία του τόπου μια γαλήνια απεικόνιση του πένθους. Αποχαιρετισμοί νεκρών με πλήθος κόσμου συγκεντρωμένο γύρω από ένα ανοιχτό φέρετρο απαθανατίζονταν αρκετά συχνά από τον Λεωνίδα Παπάζογλου και είναι από τα πιο ενδιαφέροντα ομαδικά πορτραίτα που περιέχονται στο αρχείο του. Η λεπτομέρεια με την οποία περιγράφονται τα πρόσωπα προσκαλεί το βλέμμα μας σε μια προσεκτική εξέταση εκφράσεων που εκδηλώνουν συναισθήματα και συχνά μαρτυρούν τη σχέση τους με τον νεκρό. Αυτό όμως που έχει ιδιαίτερη σημασία σ’ αυτές τις φωτογραφίες είναι ότι απεικονίζουν την έννοια της κοινότητας ως συνάθροιση ατόμων, διαφορετικών κάθε φορά, σε μια αποχαιρετιστήρια τελετή αναμνηστικής φωτογραφίας.»[ii]    

    

Με την προτροπή να συλλάβουν τη σκιά πριν εξαφανιστεί το αντικείμενο», διαφήμιζε τις υπηρεσίες του ένας φωτογράφος του 19ου αιώνα.[iii] O ιδιός ο Nadar πρόβαλλε, μεταξύ των άλλων εξειδικεύσεων του, αυτή του Μετα-θάνατον προσωπογράφου. Και ο Nadar θα είναι ανάμεσα στους ελάχιστους επώνυμους ευρωπαίους φωτογράφους που θα υπογράφουν πορτρέτα του είδους. Η πλειοψηφία των δημιουργών τους θα παραμείνει ανώνυμη.[iv] Στη φωτογραφία η αξία της έκθεσης αρχίζει να εξορίζει τη λατρευτική αξία στη μεγάλη διάρκεια. Όμως η λατρευτική αξία δεν δίνει τη θέση της χωρίς αντίσταση. Δεν είναι παράξενο που το πορτρέτο ήταν το κύριο σημείο στο οποίο έριξε βάρος η πρώιμη φωτογραφία. Η λατρεία της ανάμνησης των αγαπημένων προσώπων, ζωντανών ή νεκρών, προσφέρει το καταφύγιο για τη λατρευτική αξία της φωτογραφίας. Για τελευταία φορά η αύρα αναδίδεται, μέσα από τις φωτογραφίες του παρελθόντος, στη φευγαλέα έκφραση του ανθρωπίνου προσώπου. Αυτή η έκφραση είναι που συνιστά τη μελαγχολία τους, την  ασύγκριτη ομορφιά τους.[v] Στο πορτρέτο των ετοιμοθάνατων ή, ακόμη περισσότερο, των νεκρών, αυτό το στοιχείο υποκαθίσταται από το άγχος της καταγραφής τώρα, γιατί μετά θα είναι αργά. Πιο πέρα απ’ αυτό δεν υπάρχει αναπαράσταση ανθρώπου αλλά υπολειμάτων…  Όπως και στις επιτύμβιες στήλες που βλέπουμε στο μουσείο του Κεραμεικού, οι νεκροί συχνά μοιάζουν ζωντανοί. Η εικόνα τελικά πιο πολύ επιδιώκει να ξεγελάσει, παρά να πει την αλήθεια και γι’ αυτό το σκοπό χρησιμοποιούνται πολλά από τα τρυκ της φωτογραφικής εξαπάτησης.

Οι φωτογραφίες νεκρών παιδιών είναι ασφαλώς μια ειδική κατηγορία μέσα στο σύνολο. Εδώ το κυρίαρχο στοιχείο που τονίζεται είναι αυτό της αθωότητας. Τα παιδιά αυτά είναι κυριολεκτικά αναμάρτητα, τους αξίζει ακόμη λιγότερο ο θάνατος απ’ ό,τι στους ενηλίκους. Είναι έντονο το αίσθημα ότι «δεν ήρθε ακόμη  η ώρα τους». Αυτές οι φωτογραφίες συνήθως δεν είναι μόνον το τελευταίο πορτρέτο αυτών των μωρών, αλλά και το πρώτο. «Κύριε, η μικρή μου Armenia πέθανε και δεν έχω κανένα της πορτρέτο, μπορείτε αμέσως να’ ρθετε να τη φωτογραφήσετε;», ζητούσε μια πενθούσα μητέρα στον φωτογράφο Gabriel Harrison, ο οποίος, μεταξύ άλλων, φωτογράφισε μεταθανάτια πορτρέτα δύο από τα δικά του παιδιά.[vi] Σε χώρες όπως το Μεξικό υπάρχει μια μεγάλη παράδοση τέτοιων πορτρέτων που ανάγεται στην περίοδο πριν τη Φωτογραφία, σε ζωγραφικές νεκρικές προσωπογραφίες. Η επίμονη πρόθεση αυτών των φωτογραφιών είναι να ωραιοποιήσουν το νεκρό, να παρουσιάσουν με αξιοπρέπεια τους συγγενείς και φίλους, να μείνει η ύστατη καταγραφή… «Έπειτα, να και το παιδί, που δεν είναι καθαυτό νιόφερτο αλλά που γίνεται αντιληπτό με καινούριο τρόπο. Οπωσδήποτε, στους τάφους των μεγάλων, ή ακόμη περισσότερο στους ειδικούς για την ταφή τετράγωνους χώρους, βρέφη και παιδιά παίρνουν πότε-πότε τη μορφή του παραδοσιακού putto, ή ακόμα συχνότερα τη μορφή των αγγέλων, με τα τάγματα των οποίων υποτίθεται ότι έχουν σμίξει. Στα πλαίσια όμως ενός ρεαλισμού που ρέπει προς μια κραυγαλέα αισθαντικότητα, μπορεί να δούμε αυτά τα νεαρά πλάσματα να μεγαλώνουν: στη Γένοβα, η πεθαμένη μικρούλα αγκαλιάζει την αδερφή της σάμπως να την αποχαιρετά ή να τη συναντά, άλλες –ζωντανές αυτές- μοιάζουν να παίζουν γύρω από τον τάφο της γιαγιάς, ή, με περισσότερο σέβας, έρχονται να προσευχηθούν κάνοντας το σταυρό τους, στον τάφο του προγόνου. Κι αυτός ο Γενοβέζος μαθητής με τα κοντά παντελόνια, που κουβαλά ακόμα τα βιβλία του δεμένα  με λουρίδα, σαν να γυρνά απ’ το σχολείο, είναι νεκρός. Αναρωτιόμαστε: ποιο μήνυμα κουβαλά αυτός ο λαός των νεκρών, ο τόσο αινιγματικός και συνάμα τόσο παρών; Τουλάχιστον εικονίζει αναμφίβολα την παρουσία μιας οικογένειας που επιθυμεί να αψηφήσει τις λοιδορίες του χρόνου.»[vii]

Τα φωτογραφικά αυτά στιγμιότυπα συνιστούν το μεγάλο πέρασμα και τούτο πρέπει να σηματοδοτηθεί με τη μεγαλύτερη δυνατή επισημότητα. Σε άλλες κοινωνίες όπως η Αμερικανική, αυτό τονίζεται με σύνθετες διακοσμήσεις με λουλούδια και μεγάλες, επίσημες αίθουσες όπου εκτίθεται ο νεκρός μέσα στο φέρετρο και οι οποίες θυμίζουν έντονα αίθουσες δεξιώσεων. Στην Ελλάδα αυτά τα στοιχεία περιορίζονται και ο ταξικός διαχωρισμός έγκειται στον τόπο που θα ταφεί ο νεκρός και τις (μαρμάρινες πάντα) διακοσμήσεις του μνήματος. Οι μελλοθάνατοι του Olivero Toscani, φωτογραφημένοι (ή, τέλος πάντων, χρησιμοποιημένοι) για την καμπάνια της Benetton, γνωρίζουν ότι θα πεθάνουν, είναι «μαθηματικά βέβαιο» ότι θα πεθάνουν… Φυσικά, όλοι οι άνθρωποι πεθαίνουν και, κατ’ επέκταση, όλοι οι φωτογραφημένοι άνθρωποι πεθαίνουν. Με άλλα λόγια, για να θυμηθούμε τον Barthes, το βλέμμα τους (μας) είναι βλέμμα ενός νεκρού. «Mors certa, hora incerta[viii], πίστευαν παλιά», γράφει ο Philippe Ariès. «Σήμερα ένας άνθρωπος με καλή υγεία ζει σαν να μην ήταν θνητός. Αντίθετα, αν αρρωστήσει, το νοσοκομειακό προσωπικό τον κατατάσσει σε σχέση με τον θάνατο του, αν είναι βέβαιο ότι θα πεθάνει. Τον άρρωστο τον κρατούν στην αυταπάτη της mors incerta, αλλά το προσωπικό του νοσοκομείου προβλέπει τη στιγμή του θανάτου και φτιάχνει, αμέσως μετά τη διάγνωση, μια dying trajectory, όπως την αποκαλούν οι συγγραφείς.»[ix] Φωτογραφίες μελλοθανάτων και (ήδη) νεκρών, λοιπόν. Είναι η τελευταία φωτογραφική ευκαιρία. Δεν θα υπάρξει άλλη ευκαιρία για αναπαράσταση του προσώπου…

[Όλες οι φωτογραφίες είναι από την προσωπική συλλογή του Θανάση Μουτσόπουλου].



[i] Joelle Bolloch, “Photographie apres deces: pratiques, usages et functions”, Le Dernier Portrait, επιμ. Em. Heran, Editions de la Reunion des musees nationaux, 2003, σ. 112-3.

[ii] Κωστής Αντωνιάδης, «Τα φωτογραφικά πορτραίτα του Λεωνίδα Παπάζογλου: ένας αιώνας μετά», Λεωνίδας Παπάζογλου: φωτογραφικά πορτραίτα από την Καστοριά και την περιοχή της την περίοδο του Μακεδονικού Αγώνα, συλλογή Γιώργου Γκολομπία, επιμ. Κ. Αντωνιάδη, Γ. Γκολομπία, Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης, 2004, σ. 21-3.

[iii] Αυτή η διαφήμιση έδωσε και την έμπνευση για το βιβλίο του Jay Ruby, Secure the Shadow: death and photography in America, MIT Press, 1996.

[iv] Bolloch, ό.π., σ. 114.

[v] Walter Benjamin, “Little History of Photography”, Selected Writings, vol. 2, μτφρ. Εd. Jephcott, K. Shorter, Harvard University Press, 1999, σ. 512.

[vi] Βοlloch, ό.π., σ. 114.

[vii] Michel Vovelle, Ο Θάνατος και η Δύση: από το 1300 ως τις μέρες μας, τ. Β’, Νεφέλη, 2000, σ. 202.

[viii] Ο θάνατος βέβαιος, η ώρα αβέβαιη.

[ix] Φίλιπ Αριές, Δοκίμια για το θάνατο στη Δύση, μτφρ. Κ. Λάμψα, Γλάρος, 1988, σ. 186-7.

 



back to main