Ο μαύρος και το καροτσάκι
M.Hulot

Ήταν η πιο χαρακτηριστική εικόνα του 2011 στους δρόμους της Αθήνας. Οι γραφικές φιγούρες που σπρώχνουν τα καροτσάκια κρύβουν πίσω τους έναν κόσμο που δύσκολα μπορείς να φανταστείς.

Δεν ήταν κάτι πρωτόγνωρο, οι άνθρωποι με τα τρίκυκλα κάνουν την ίδια δουλειά εδώ και χρόνια (μαζεύουν υλικά που μπορούν να ανακυκλωθούν απ’ τα σκουπίδια), αλλά μέσα στο 2011 οι δρόμοι της Αθήνας πλημμύρισαν από σκράπερς κάθε φυλής και χρώματος που έσπρωχναν καροτσάκια του σουπερμάρκετ.

Το καροτσάκι έγινε το νέο τρίκυκλο και το ψάξιμο στα σκουπίδια ο καινούργιος τρόπος για να βγάλουν χιλιάδες άνθρωποι ένα αρκετά καλό μεροκάματο. Σε κάθε γειτονιά του κέντρου άρχισαν σταδιακά να εμφανίζονται «παρκαρισμένα» καροτσάκια, στα πεζοδρόμια, δεμένα σε δέντρα και ζωσμένα σε κάγκελα με αλυσίδες και κλειδαριές. Νωρίς το πρωί, η Πειραιώς, στην αριστερή πλευρά στο ρεύμα προς Πειραιά, είναι γεμάτη από αραγμένα «τρόλεϊ» που περιμένουν να εξυπηρετήσουν τους ιδιοκτήτες τους.

Στο τέλος της χρονιάς η εικόνα είναι ακόμα πιο έντονη: από το πρωί μέχρι αργά τη νύχτα βλέπεις μελαχρινούς αλλοδαπούς κάθε ηλικίας να σπρώχνουν τα φορτωμένα καρότσια, κάνοντας δεκάδες χιλιόμετρα την ημέρα με τα πόδια, μέχρι να τα παραδώσουν στις μάντρες. Με τη δύση του ήλιου αρχίζει η παρέλαση. Από τις τρεις το μεσημέρι μέχρι τις εφτά και μισή που η μάντρα δέχεται τα υλικά, δεκάδες καροτσάκια με τους ιδιοκτήτες τους περιμένουν στην ουρά για το ζύγι. Οι περισσότεροι δεν έχουν ιδέα για τις τιμές που φτάνει το κάθε υλικό αφού φύγει από τη μάντρα. Ούτε για την προσφορά τους στην εθνική οικονομία.

Οι αριθμοί δεν είναι επίσημοι, επειδή οι σκράπερς –Έλληνες και αλλοδαποί- κυριολεκτικά «δεν υπάρχουν» για την πολιτεία και τους επίσημους φορείς, αλλά μόνο στο κέντρο υπολογίζεται ότι κυκλοφορούν περισσότεροι από 500 καθημερινά, σε δύο βάρδιες, που σημαίνει ότι σε κάθε καροτσάκι αντιστοιχούν δύο «συνεταίροι» (που το μοιράζονται). Στο μεγαλύτερο ποσοστό είναι μετανάστες απ’ το Μπαγκλαντές και Αφρικάνοι, αλλά δεν υπάρχει φυλή και εθνικότητα που αυτή τη στιγμή να μην τρέχει με το καροτσάκι, ψαχουλεύοντας σε κάδους σκουπιδιών για να βγάλει τα 20 καθαρά και αφορολόγητα ευρώ την ημέρα.  


«Οι περισσότεροι είναι ξένοι που έχασαν τη δουλειά τους και δεν έχουν άλλον τρόπο να τα βγάλουν πέρα», λέει ο Ρ., «έτσι έκλεψαν από ένα καροτσάκι από τα ‘πάρκινγκ’ των σουπερμάρκετ και βγήκαν στους δρόμους. Κάποιοι απ’ αυτούς παλιότερα καθάριζαν τα παρμπρίζ των αυτοκινήτων στα φανάρια, αλλά τελευταία το μεροκάματο ήταν μηδαμινό, δεν δίνει πια λεφτά ο Έλληνας, κι έπρεπε να βρουν κάτι για να ζήσουν». Ο Ρ. είναι από τους τυχερούς που έχουν ακόμα δουλειά, οι περισσότεροι γνωστοί του όμως τριγυρίζουν όλη την ημέρα στους δρόμους αναζητώντας μέταλλο και χαρτί που στη συνέχεια θα πουλήσουν στις μάντρες. Οι περισσότεροι αλλοδαποί σκράπερς δεν δέχονται να μιλήσουν, φοβούνται να δώσουν πληροφορίες και είναι επιφυλακτικοί όταν τους ρωτάς πόσο καιρό κάνουν αυτή τη δουλειά, ειδικά οι Αφρικάνοι –«ξέρεις γιατί;» με ρωτάει ο Ρ. «κυρίως φοβούνται μήπως τους κυνηγήσουν τα σουπερμάρκετ επειδή έχουν κλέψει το καροτσάκι»!

Ο Ρ. μιλάει πολύ καλά ελληνικά και είναι πρόθυμος να μου λύσει όλες τις απορίες, παρόλο που ο ίδιος δεν έχει ποτέ χρειαστεί να βγει για αναζήτηση πεταμένων υλικών. Αυτό που σχολιάζει είναι η απουσία κράτους πρόνοιας για ανθρώπους τρίτης ηλικίας οι οποίοι αναγκάζονται να πάρουν τους δρόμους για να βρουν τρόπο να ζήσουν. Κυρίως αναφέρεται στους Έλληνες. Υπάρχουν και πάρα πολλοί που κάνουν τη δουλειά τελευταία και ο αριθμός τους αυξάνεται συνέχεια, κυρίως συνταξιούχοι, αλλά και νεότεροι που χάνουν τη δουλειά τους. «Δεν είναι ντροπή η δουλειά» μου λέει, «αλλά είναι ντροπή για μια κοινωνία να έχει ηλικιωμένους που πεινάνε».   
Τον ρωτάω πόσο πουλιέται το κιλό. «Εξαρτάται από το υλικό και την ποιότητα», εξηγεί ο Ρ., «τα σίδερα πουλιούνται για 19 λεπτά το κιλό και το χαρτί για 7 λεπτά, αλλά υπάρχει κι ο μπρούτζος που πουλιέται από δυόμισι μέχρι 2,70 ευρώ το κιλό και ο χαλκός που μπορεί να πουληθεί μέχρι και 4,70 ευρώ το κιλό. Μια μέρα βρήκα πεταμένα κάτι καλώδια, τα έκαψα και από το χαλκό που πούλησα έβγαλα 300 ευρώ, υπάρχουν και πολύ καλές περιπτώσεις».
Και πόσα ευρώ μπορεί να βγάλει ένας σκράπερ την ημέρα; Του φτάνουν για να ζήσει;

«Από 20 σε μια κακή μέρα μέχρι 30 σε μια καλή -ο καθένας-, αν σκεφτείς ότι οι περισσότεροι μένουν δέκα-δέκα σε ένα διαμέρισμα και μοιράζονται τα έξοδα, είναι αρκετά καλό το μεροκάματο. Το μάζεμα των σκουπιδιών δεν τους κοστίζει τίποτα, δεν τους δίνουν απόδειξη [με μόνη εξαίρεση σε όσους παραδίνουν χαλκό], δεν πληρώνουν φόρους. Μιλάμε για μαύρο χρήμα που το παίρνεις στο χέρι την ώρα που παραδίνεις το υλικό».

Οι αγοραπωλησίες γίνονται με την ανοχή των ελληνικών αρχών και όχι φυσικά επειδή δεν μπορούν να επέμβουν. Η κατάσταση που έχει δημιουργηθεί είναι προς συμφέρον όλων. Πρώτα απ’ όλα για τους ίδιους τους σκράπερς που βγάζουν τα προς το ζην με τον λιγότερο παράνομο τρόπο [και δεν αναγκάζονται να καταφύγουν σε εγκληματικές πράξεις, μικροκλοπές, ληστείες και όσα μπορούν να συνεπάγονται]. Επίσης, τα ανακυκλώσιμα υλικά που μέχρι πρόσφατα κατέληγαν σε χωματερές –όσες προσπάθειες κι αν έγιναν για να αφυπνιστεί η οικολογική συνείδηση των Αθηναίων κατέληξαν μια τρύπα στο νερό, ελάχιστοι ανταποκρίνονται στις εκκλήσεις για ανακύκλωση- βρέθηκε ένας τρόπος να χρησιμοποιηθούν με τον πιο χρήσιμο τρόπο. Τουλάχιστον το μέταλλο και το χαρτί. Τέλος, υπάρχει ένας τζίρος εκατομμυρίων ευρώ που κάνει πλούσιους όποιους βρίσκονται στους επόμενους κρίκους της αλυσίδας.
Οι πιο κακοπληρωμένοι είναι οι σκράπερς, οι οποίοι δεν μπορούν να διανοηθούν ούτε οι ίδιοι, ούτε όσοι τους προσπερνούν ως γραφική εικόνα του δρόμου τον κόσμο που κρύβεται πίσω τους. Ο πλούτος που παράγουν δεν φαίνεται πουθενά, δεν καταγράφεται από καμία υπηρεσία, κρύβει πίσω του χοντρή εκμετάλλευση, μαύρη εργασία, τεράστια απώλεια φόρων, αλλά κυρίως κρύβει όλο το σύγχρονο κομμάτι της ανακύκλωσης, το οποίο, ενώ παρουσιάζεται από τα media ως πράσινο, στην ουσία είναι κατάμαυρο.
Ζουν μέσα στην παρανομία και στην άγνοια. Αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν τη δυνατότητα να αποκτήσουν καμιά γνώση του τι συμβαίνει ερήμην τους· το μόνο που τους απασχολεί είναι να πάρουν το μεροκάματο για να ζήσουν. Είναι επίτηδες απαξιωμένοι και κρατημένοι στη σκιά για να βγαίνει προς τα έξω ένα επίσημο πρόσωπο πιο καθαρό μιντιακά, που δεν “μολύνεται” από την “αθλιότητά” τους.

Το κυνήγι του σκραπ και τα χιλιόμετρα ποδαρόδρομου που κάνουν οι άνθρωποι που το μαζεύουν δεν φαίνεται σε καμιά οικονομική διεργασία, δεν κόβονται τιμολόγια, δεν υπάρχουν αποδείξεις, κινείται ζεστό, μαύρο χρήμα το οποίο όμως δεν κινείται μόνο στα κατώτερα στρώματα, το ίδιο γίνεται και στη συνέχεια, στη μεταπρατική διαδικασία. Από τον μικρότερο μαντρά στον μεγαλύτερο, δηλαδή, πάλι δεν κόβονται τιμολόγια, υπάρχουν τυπικά χαρτιά, ενώ στη συνέχεια υπάρχει ένας τζίρος εκατομμυρίων που φτάνει μέχρι τη χαλυβουργία. Μιλάμε για τεράστιο μέγεθος και τεράστιο άνοιγμα της ψαλίδας από την ώρα που θα βγει ο συλλέκτης στο δρόμο, στις άθλιες συνθήκες για να μαζέψει μέταλλο, μέχρι το χάλυβα που παράγεται στο χυτήριο και αυτή τη στιγμή οικοδομεί μεγάλες πόλεις σε διάφορα μέρη του κόσμου. Η ιστορία δεν είναι τόσο απλή και δεν είναι καθόλου αυτό που φαίνεται σαν εικόνα.

Οι άνθρωποι με τα καροτσάκια όμως θα είναι χαρούμενοι για όσο καιρό υπάρχουν πεταμένα χαρτιά ή αλουμινένια κουτιά από κοκακόλες και κονσέρβες στα σκουπίδια… 



back to main