Καπνός από πρώτο χέρι
Φιλίππα Δημητριάδη

Η οργασμική διάσταση του καπνίσματος, το ΠΑΣΟΚ, ο φεμινισμός και ο μύθος του Σίσυφου σε αυτό που η Γεωργία Μαυραγάνη αποκαλεί «ποιητικό ντοκιμαντέρ».

Η Αγρινιώτισσα σκηνοθέτης, επιστρέφει στην πατρογονική της γη για να σκηνοθετήσει την παράσταση «Από πρώτο χέρι», μια κατάδυση στην μνήμη των καπνοπαραγωγών και όσων εργάστηκαν στο σκληρό μετερίζι του καπνού. Ένα «ποιητικό ντοκιμαντέρ», όπως λέει και η ίδια, αφού προσπαθεί να αποφύγει μια παραδοσιακή αναπαράσταση της αγροτικής ζωής και επιθυμεί να πάει βαθύτερα, αναλύοντας πτυχές του ζητήματος, που δεν φανταζόμουν ότι υπάρχουν.

Φώτο: Eftychia Vlachou

Κατά τη διάρκεια της κουβέντας μας, ξεδίπλωσε μπροστά μου ένα κουβάρι από αλληλένδετα κοινωνικά και ψυχολογικά φαινόμενα που αποδομούν την καπνοκαλλιέργεια με την κλασική έννοια που την γνωρίζουμε και την ανάγουν σε ένα τεράστιο κεφάλαιο της ελληνικής ιστορίας.

«Έζησα στο Αγρίνιο μέχρι τα 18 μου. Έδωσα πανελλήνιες και πέρασα στην Πάτρα. Οι πρώτες μου σπουδές ήταν στο Παιδαγωγικό κι έπειτα έδωσα κατατακτήριες και πέρασα στη Θεατρολογία Αθήνας. Για αρκετά χρόνια υπήρξα βοηθός σκηνοθέτη στο θέατρο Αμόρε, δίπλα στον Γιάννη Χουβαρδά. Μετά ήμουν βοηθός του Μιχαήλ Μαρμαρινού, έχω περάσει και από τους Τερζόπουλο και Μοσχόπουλο και μετά ξεκίνησα να κάνω τις δικές μου παραστάσεις οι οποίες είναι στο χώρο του devised, δηλαδή είτε είναι  επηρεασμένες από ένα θέμα ή φτιαγμένες από το μηδέν. Δεν έχω κάνει αυτό που λέμε κλασικό θέατρο. Έναν «Τσέχοφ» ας πούμε, δεν τον έχω κάνει. Την πρώτη μου παράσταση την σκηνοθέτησα το 2005. Είχα πρεμιέρα τη μέρα που κέρδισε η Παπαρίζου στην Eurovision. (γέλια)

Ως γόνοι καπνοπαραγωγών και οι δυο, οι γονείς μου, είναι η κλασική περίπτωση ανθρώπων που έγιναν δημόσιοι υπάλληλοι για να ξεφύγουν απ’ τα καπνά. Το Αγρίνιο από το ’80 και μετά γεμίζει με ανθρώπους που δούλευαν στα καπνά και έκαναν το αδύνατο – δυνατό για να βρουν μια άλλη δουλειά.  Έχω όμως την εμπειρία της συλλογής του καπνού, καθώς ο θείος μου, συνέχισε να ασκεί το επάγγελμα. Έβλεπα τη δουλεία από κοντά, ιδίως το καλοκαίρι και τα συνομήλικα ξαδέρφια μου που δούλευαν σκληρά. Είχα μια μακρινή σχέση με αυτό το πράγμα. Το παρακολουθούσα δηλαδή, αλλά εγώ η ίδια δεν πήγα ποτέ να μαζέψω καπνά. Είναι μια σισύφια διαδικασία. Κρατάει όλο το χρόνο. Ξεκινάει απ’ το φύτεμα του καπνού που θέλει πολύ φροντίδα και τελειώνει στο πολύ κοπιαστικό καλοκαίρι. Με το που τελειώνουν τα σχολεία, γίνεται η αποξήρανση κι έπειτα η κοπή.

Αυτή η δουλειά έχει πολύ βρώμα και νιώθω ότι αυτοί οι άνθρωποι αισθάνονταν και λίγο υποτιμητικά. Αυτό το σκύψιμο, τόσα χρόνια, τόσους μήνες, δε μπορεί να μην άφησε ένα χαρακτηριστικό σε όλο το νομό. Δύο πράγματα πιστεύω ότι άφησε. Έχουν μεγάλο πρόβλημα μην τους κοιτάξει κάποιος αφ’ υψηλού. Έχουν όμως και τη δύναμη εκεινού που είναι από κάτω. Το άλλο που άφησε, κυρίως στα παιδία που δουλεύανε, είναι μια καχυποψία. Δεν είχαν καλοκαίρι. Με το που τέλειωναν το σχολείο, πήγαιναν για τη συλλογή του καπνού. Είναι συγκλονιστικές οι συνεντεύξεις που έχω από νέους ανθρώπους, οι οποίοι τώρα είναι καθηγητές κλπ.  Όταν οι ίδιοι σου οι γονείς σε ξυπνάνε τρεις το ξημέρωμα να πας να δουλέψεις στα καπνά, είναι ένα πολύ σκληρό βίωμα. Έτσι κουβαλάνε μια καχυποψία, ότι ο άλλος κάποια στιγμή θα σου τη φέρει, εφόσον δε δίστασαν να στο κάνουν όλο αυτό οι γονείς σου. Και πιστεύω ότι όλα αυτά δημιουργήθηκαν όταν σταμάτησε τόσο άσχημα και τόσο άτσαλα αυτή η καλλιέργεια. Όταν αυτό το πράγμα που έκαναν δεν τιμήθηκε. Εκεί τους έμεινε μια πικρία. Η διαδικασία αυτή όμως τους έκανε πολύ δυνατούς ανθρώπους, δε φοβούνται τη δουλειά, γελάνε όταν εγώ τους λέω ότι κουράζομαι για παράδειγμα.

Η ανάμιξη μου σε όλη αυτή την ιστορία συνέβη όταν πήγα να επισκεφθώ την μητέρα μου που μένει ακόμα στο Αγρίνιο. Την επισκέπτομαι λοιπόν το κλασικό «Χριστούγεννα – Πάσχα - Καλοκαίρι». Η ιδέα λοιπόν δεν είναι δική μου, είναι της Κατερίνας Καραδήμα που έχει το «Μικρό Θέατρο». Εκείνη έχει ξεκινήσει εδώ και τρία χρόνια την κίνηση αυτή, που έχει δώσει ζωή στο Αγρίνιο, πέρα απ’ το ΔΗΠΕΘΕ, και μου λέει θέλω να κάνω μια παράσταση για τα καπνά. Της είπα αυθόρμητα «ναι», αλλά στην αρχή σκέφτηκα πώς θα γίνει αυτό το πράγμα παράσταση. Απ’ την άλλη το θέμα καπνός έχει φοβερές πλευρές. Απ’ τον κόπο που έχει για να φτιαχτεί, μέχρι το ότι σήμερα απαγορεύεται. Είναι θέμα τζίζ! Οπότε είναι σα να κάνω κι εγώ μια μικρή ψυχανάλυση. Είναι σα να γνωρίζω τον τόπο μου απ’ την αρχή. Η πρόταση έγινε το καλοκαίρι και ξεκινήσαμε να αναζητάμε υλικό. Αρχίσαμε τις συνεντεύξεις με ανθρώπους που δούλευαν ως καπνοπαραγωγοί. Εντόπισα ότι είναι ελάχιστοι αυτοί που συνεχίζουν το επάγγελμα. Μου δίνει μια φοβερή ευκαιρία η Κατερίνα να ασχοληθώ με ένα θέμα στο οποίο σχεδόν ψυχαναλύομαι η ίδια.

Αισθάνομαι μεγάλη χαρά που έχω τις τρεις ηθοποιούς με τις οποίες συνεργάζομαι γιατί είναι βαθιά δοσμένες σε αυτό και υπάρχει ένα εξαιρετικό κλίμα στις πρόβες. Πραγματικά περνάω πολύ ωραία. Η βοηθός μου και σκηνογράφος Λίλη Κυριλή βουτάει κι εκείνη σε ένα δύσκολο θέμα, προσπαθώντας να στήσει ένα σκηνικό που να μην είναι folklore, αλλά να έχει μια μυρωδιά καπνού. Είναι εξαιρετική.

Η ιστορία του καπνού έχει πολύ ΠΑΣΟΚ. Τους έδωσαν επιδοτήσεις για να σταματήσουν την καλλιέργεια του καπνού και να αλλάξει από το παραδοσιακό τσεμπέλι – που είναι το ελληνικό χαρμάνι- σε βιρτζίνι, που είναι αμερικανικό blend. Αυτό δημιούργησε αμέσως πρόβλημα. Τα βιρτζίνια θέλουν μεγάλες εκτάσεις, οπότε οι μικρές οικογένειες που είχαν λίγα στρέμματα και έβγαζαν ένα καλό εισόδημα ετησίως, καταστράφηκαν. Τα βιρτζίνια απαιτούν να έχεις πολλά κτήματα. Οπότε ξαφνικά οι μικροί παραγωγοί σταματούν την καλλιέργεια του καπνού και τους δίνει τότε τη δυνατότητα το κράτος, να καλλιεργήσουν κάτι άλλο, λαμβάνοντας ένα επίδομα που θα ίσχυε μέχρι το 2014, δηλαδή σήμερα.

Το φοβερό είναι ότι σχεδόν κανείς δεν βρήκε να βάλει κάτι άλλο. Οπότε, έπαιρναν όλοι αυτοί οι άνθρωποι έτοιμα χρήματα, χωρίς να δουλεύουν και ξεκίνησε η φάση «πανηγύρια, τρακτέρ και λούσο, χρυσά…». Μέσα σε όλο αυτό κρύβεται η πικρή ιστορία του «μαζί τα φάγαμε». Μοιάζει σαν όλα να γίνανε για να ακούσουμε τελικά αυτή την ατάκα και να αισθανόμαστε και ενοχικά. Είναι τρομερό.

Έχει πολύ ενδιαφέρον να το ψάξει κανείς, για να δει πώς διαφθάρθηκε μια ολόκληρη γενιά ανθρώπων. Ένα, είναι ότι δεν υπήρχε έλεγχος. Οπότε σου λέει ο άλλος, έχω λεφτά χωρίς να χρειάζεται να κάνω αυτή τη σκληρή δουλειά και καμιά άλλη δουλειά. Ποιος δε θα βολεύονταν σε μια τέτοια κατάσταση; Δύο, γιατί να σταματήσει μια παραγωγή που ευδοκιμεί στην περιοχή του Αγρινίου από το 1800 ή και πρωτύτερα; Υπάρχουν κείμενα που αναφέρονται στην ποικιλία καπνού της περιοχής επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Μια περιοχή που ονομάζεται Ζαπάντι – ζαπάντ σημαίνει μουγκός και η περιοχή πήρε το όνομα απ’ τον αγά της περιοχής που ήταν μουγκός – αναγράφεται σε κείμενα περιηγητών εκείνης της εποχής, ως η περιοχή με το καλύτερο χαρμάνι. Πώς λοιπόν παίρνεις μια παραγωγή ριζωμένη, που αποδίδει και βάζεις ζαχαρότευτλο ας πούμε; Και αναρωτιέσαι και γιατί δεν έπιασε. Δεν είμαι σίγουρη ότι δεν έπιασε επειδή οι άνθρωποι δεν έκαναν καμία προσπάθεια. Αυτοί οι άνθρωποι μέχρι πρότινος έκαναν μια σκληρή δουλειά. Δεν έγιναν ξαφνικά τεμπέληδες. Άρα κάτι έπαιξε εκεί. Το ψάχνουμε ακόμα. Έχει πάρα πολύ ενδιαφέρον.

Λογικά όμως συνέβη, ότι έγινε και με την υπόλοιπη αγροτική παραγωγή σε όλη την Ελλάδα, με την μονοκαλλιέργεια. Κάτι δηλαδή που το έχεις αποκλειστικά εσύ και έχεις οικονομική δύναμη, να έχει έναν έλεγχο, να μην είναι αυτόνομη η καλλιέργειά σου.

Ένα άλλο πολύ ενδιαφέρον γεγονός είναι ότι στο Αγρίνιο, λόγω του καπνού, ξεκινάει ένα έντονο φεμινιστικό κίνημα, καθώς στα καπνά δούλευαν κυρίως γυναίκες, μανάδες με τα παιδιά τους. Στις συνεντεύξεις οι περισσότερες μας έλεγαν «Το χα σα μωρό, το φρόντιζα να είναι λαμπερό, να έχει ωραίο χρώμα. Σα μωρό!» Είναι γυναικεία υπόθεση τα καπνά. Οι άντρες κάνανε άλλες δουλειές. Έτσι η γυναίκα είχε ένα εισόδημα, ήταν αυτόνομη. Στην παράσταση λοιπόν αγγίζουμε όλες αυτές τις πτυχές. Και την πολιτική και την φεμινιστική.

Αν μπορούσα να χωρίσω την παράσταση σε σκηνές, θα σου έλεγα ότι υπάρχει ένα μέρος που λέγετε «μνήμη», όπου οι ηθοποιοί με έναν συνειρμικό τρόπο ανακαλούν στιγμιότυπα και αφηγήσεις από τις συνεντεύξεις που έχουμε πάρει, από πολύ σκληρά μέχρι πολύ αστεία περιστατικά. Το δεύτερο κομμάτι είναι μια περιγραφή της όλης διαδικασίας, που συνδέεται με την ιστορία του Σίσυφου και το κείμενο του Καμύ, που καταλήγει να πει ότι «δεν υπάρχει μοίρα που να μη νικιέται με την περιφρόνηση». Ο Σίσυφος είναι καταδικασμένος σε μια χωρίς ελπίδα εργασία. Σηκώνει μια πέτρα και να την μεταφέρει στην κορυφή ενός βουνού, αυτή κατρακυλάει και πρέπει να ξανακάνει την ίδια διαδικασία. Δεν είναι ακριβώς έτσι τα καπνά βέβαια, αλλά όταν χώνεσαι πολύ βαθιά μέσα σ’ αυτό, κάπως μοιάζει. Εκεί λοιπόν ο Καμύ λέει ότι,  «με ενδιαφέρει η στιγμή που πέφτει πάλι η πέτρα, ο Σίσυφος την κοιτάει και παίρνει την απόφαση να την ξανασηκώσει και πάλι. Εκείνη τη στιγμή λοιπόν, μοιάζει σχεδόν ελεύθερος.» Μέσα στην απόλυτη απελπισία, μια στιγμή ελευθερίας.  Αυτό θέλησα να αναδείξω, που υπήρχε πολύ έντονο μέσα σ’ αυτούς τους ανθρώπους. Ότι μέσα σε αυτήν την ατέρμονη και σκληρή διαδικασία, υπήρχε μια φωτεινή στιγμή, αυτή της επιλογής. Αυτό είναι το σχόλιο που θέλω να κάνω με την παράσταση. Να μιλήσω για τη δύναμη που πηγάζει απ’ την σκληρή κι απέλπιδα πλευρά της ζωής. Μια δύναμη πάνω απ’ την αισιοδοξία και την απαισιοδοξία, σαν μια παραδοχή της μοίρας, που με το που την παραδέχεσαι την ξεπερνάς.

Μέσα σε αυτό, μπαίνει και το φεμινιστικό κομμάτι. Υπάρχει εννοείται ολόκληρη σκηνή για το ΠΑΣΟΚ και υπάρχει και το φινάλε, που το δουλεύουμε ακόμα και είναι πολύ δύσκολο για μένα. Γιατί πώς το κλείνεις αυτό το πράγμα; Δεν με ενδιαφέρει να πω ότι τότε ήταν καλά τα πράγματα και τώρα είναι χάλια. Είναι πολύ αμήχανο πράγμα. Στο βιβλίο του Παπαστράτου, ίσως βρίσκω κάτι… Ο Παπαστράτος είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα περίπτωση εργοστασιάρχη. Δεν ήταν ακριβώς αυτό που λέμε ο κακός καπιταλιστής. Οι Αφοι Παπαστράτου ήταν πολύ δημιουργικοί άνθρωποι που προσέφεραν πράγματα στον τόπο τους.

Το κάπνισμα ενέχει ένα τεράστιο υπαρξιακό κόμματι. Το κομμάτι της απαγόρευσης και κυρίως, το κομμάτι της απόλαυσης. Το ότι όλα αυτά, τα κάνεις για κάτι που δεν το τρως. Δεν είναι ωφέλιμο. Είναι αέρας. Σε μια ταινία, θέλει ένας Άγγλος λόρδος να ζυγίσει τον καπνό (τον αέρα δηλαδή), οπότε βάζει ένα τσιγάρο στη ζυγαριά, βλέπει το βάρος του, έπειτα το καπνίζει και μετά ζυγίζει την γόπα για να βρει τη διαφορά. Άρα δουλεύεις τόσο σκληρά για κάτι το οποίο εξατμίζεται. Δεν είναι φοβερό;

Κι υπάρχει και ένα τεράστιο καπνεργατικό κίνημα. Δεν είναι τυχαίο ότι ο «Επιτάφιος» του Ρίτσου, γράφτηκε όταν ο ποιητής είδε μια φωτογραφία από έναν νεκρό καπνεργάτη διαδηλωτή στη Θεσσαλονίκη, όπου είχε γίνει απεργία. Τα έχει όλα ο καπνός μέσα. Όλα. Και την ελληνική ιστορία και όλα. Έτσι δουλεύω συνήθως. Παίρνω ένα θέμα και το ανοίγω όσο γίνεται για να μην κάνω το αυτονόητο, αυτό που περιμένουν όλοι.

Η παράσταση φιλοδοξούμε να ανέβει αρχές με μέσα Μάρτη. Θα ήθελα πολύ να την κατεβάσω και στην Αθήνα, αλλά δεν ξέρω που και πώς. Στην αρχή νόμιζα ότι ήταν ένα κλειστό θέμα και τοπικό, αλλά τελικά δεν είναι. Μπορείς στη θέση του καπνού, να βάλεις οποιαδήποτε εργασία. Έγινε πολύ καθολικό θέμα στην πορεία.

Δεν είναι ένα ρεαλιστικό έργο. Δεν είναι η Μαρία και η Ελένη, οι καπνεργάτριες που συζητάνε για τα βάσανα της δουλειάς. Ευτυχώς! Δε θα βλέπονταν αυτό το πράγμα. (γέλια) Οι τρεις ηθοποιοί που παίζουν είναι θα έλεγα τρεις αγγελιοφόροι. Άλλοτε φέρνουν αφηγήσεις ανθρώπων, που μπλέκονται η μια στην άλλη, - υπάρχουν στιγμές ντοπιολαλιάς που έχουν πολύ χιούμορ – και άλλοτε ακούγονται αυθεντικά αποσπάσματα απ’ τις συνεντεύξεις. Αυτός είναι ο ρεαλισμός που μου αρέσει. Υπάρχουν και βιντεοπροβολές από κάποια στιγμιότυπα της διαδικασίας. Θα έλεγα ότι η παράσταση αυτή είναι ένα ποιητικό ντοκιμαντέρ, χωρίς να είναι το ντοκιμαντέρ που εμφανίζεται ο αυθεντικός άνθρωπος. Έρχεται όμως η φωνή του.

Δεν ήθελα ούτε να είναι ακριβώς ντοκιμαντέρ, ούτε το ποιητικό κομμάτι πολύ folklore. Προσπαθώ να συνδυάσω και τα δύο με μέτρο και ίσως προκύψει και κάτι ενδιαφέρον σαν φόρμα απ’ αυτό. Οι ηθοποιοί είναι μια προβολή όλων όσων έχουμε συλλέξει ως τώρα. Μπορεί ακόμα να βγουν έξω απ’ αυτό που λένε και να εκφράσουν και απορίες.

Δε θα ξαναγυρνούσα στο Αγρίνιο. Με την καμία. Θα σου πω γιατί. Καταρχάς είναι πολύ δύσκολο να γυρίσει κάποιος στην επαρχία. Μου φαίνεται αδιανόητο να ξαναγυρίσω εκεί που πέρασα την εφηβεία μου. Απ’ όλες τις απόψεις. Και καλλιτεχνικά, γιατί στενεύει ο ορίζοντας. Βλέπεις μόνο προς μέσα. Ενδιαφέρον είναι και το προς τα μέσα, αλλά για πόσο; Και υπάρχει και ένα κομμάτι δικό μου προσωπικό, σχετικά με τις σεξουαλικές μου επιλογές, που στην εφηβεία με τσάκισε. Περίμενα πότε θα φύγω. Δεν ήταν εύκολο. Νομίζω έχουν αλλάξει τα πράγματα τώρα. Βέβαια, εδώ σε μια μεγάλη πόλη μπορείς να υποδυθείς και κάτι άλλο. Εσύ βέβαια ξέρεις ποιος είσαι. Αλλά στην επαρχία σε ξέρουν όλοι, δεν ξεφεύγεις.

Η παράνομη εισροή καπνού απ’ το Αγρίνιο στην Αθήνα μου είναι πολύ γνωστή, βέβαια. Ο καπνός που κάνω από κει είναι. Με έχει απασχολήσει λοιπόν, αλλά δεν έχω βρει τον τρόπο να το εντάξω στην παράσταση. Δεν έχω βρει το σημείο. Αυτό συνδέεται πολύ με το παρελθόν. Κάποια στιγμή το 1900 κάτι, ο Χαρίλαος Τρικούπης αποφασίζει να βάλει φορολογία επί του καπνού. Οπότε δε μπορεί πια να διακινηθεί, θεωρείται παράνομο. Πέφτουν τρελά πρόστιμα, άνθρωποι που μπορεί να πήραν λίγο καπνό να τον πάνε από ‘δω πιο πέρα, χαρακτηρίζονται λαθρέμποροι… Θέλω να βρω να κάνω την σύνδεση με το σήμερα. Θα το κάνω. Το χρήμα είναι πίσω απ’ όλη την ιστορία του καπνού. Να μπει στη μέση το κράτος, να πάρει το χρήμα.

Ως καπνίστρια θεωρώ ότι η απαγόρευση είναι απαγόρευση στην απόλαυση. Είναι αυτό που λέει ο Λακάν, ότι όλοι οι εθισμοί είναι καθαρή – καθαρή απόλαυση, γι’ αυτό είναι και δυνατοί και δεν μπορείς να τους ξεπεράσεις εύκολα. Είναι σα να μην έχει σκοπό. Δεν το κάνω «για να…», αλλά το κάνω γι’ αυτό που είναι. Μοιάζει σχεδόν με τον οργασμό. Νομίζω ότι κάτι τέτοιο λοιπόν, είναι «φυσιολογικό», εντός εισαγωγικών πάντα. Το να απαγορεύεται δηλαδή σήμερα. Είναι τέτοιου είδους πέσιμο. Δεν είναι ότι ενοχλώ τον άλλον, νομίζω ότι απλά θέλουν να απαγορεύσουν την απόλαυση. Καταντάμε ξαφνικά πουριτανοί και τόσο politically correct, που τρελαίνεσαι. Ότι όλα πάνε καλά. Δεν τρέχει τίποτα.

Γιατί και το τσιγάρο, αν το πάρουμε απ’ την ψυχαναλυτική του πλευρά, είναι μια βαθιά καθήλωση στο στοματικό στάδιο. Θες την πιπίλα σου. Και είναι και φοβερά πρόστυχο συνεχώς, όλοι οι καπνιστές να σου προβάλουν αυτοί τη νεύρωση μες τη μούρη σου. Αυτό όμως είναι το ανθρώπινο, εγώ αυτό καταλαβαίνω. Δεν υπάρχει το άλλο, ότι εγώ δεν έχω καμία νεύρωση. Δεν είναι άνθρωπος αυτό. Δεν ξέρω τι είναι.  

Υπάρχουν πολύ χειρότερες εξαρτήσεις, όπως ο εθισμός στο κινητό ή το ίντερνετ. Αυτό το κλείσιμο… Είναι πολύ ενδιαφέρον. Και δε ξέρω αν εκεί μιλάμε πραγματικά για μια απόλαυση. Και αυτό φυσικά επιτρέπεται. Μου φαίνεται πάρα πολύ αστείο όταν μπαίνω στο μετρό και βλέπω ότι είναι όλοι καθηλωμένοι μπροστά στην οθόνη.

Το τσιγάρο είναι ένα φοβερό άλλοθι για να καθυστερήσεις το οτιδήποτε. «Κάτσε να κάνω ένα τσιγάρο και φεύγουμε», ας πούμε. Όταν για μια περίοδο είπα μήπως το κόψω, δε μπορούσα να σταθώ να πιώ καφέ. Ήμουν «τα βασικά και φύγαμε». Καπνίζω από τα 16 μου. Σαφέστατα κάνει κακό στην υγεία το κάπνισμα, αλλά και το να μην καπνίζεις κάνει κακό στην υγεία, αν το θες και το στερείσαι. Πιστεύω επίσης ότι το τσιγάρο δεν είναι η πρώτη αιτία καρκίνου. Αιτίες είναι σίγουρα το άγχος, ο κακός ύπνος και τα απωθημένα.

Έχουμε νομιμοποιήσει την ενοχή, ότι δεν είναι καλό να καπνίζουμε και ενοχοποιείται η απόλαυση. Πολύ ενδιαφέρουσα κοινωνία. Άσε που με την παρέα μου λέμε, ότι αν πραγματικά εφαρμοστεί κάποια στιγμή πραγματικά το μέτρο της απαγόρευσης του καπνίσματος στην Ελλάδα, τότε θα γίνει επανάσταση. (γέλια) Θα ξεσηκωθεί κόσμος και κοσμάκης!

Στο σχολείο –γιατί εργάζομαι και σαν δασκάλα σε δημοτικό πρέπει να σου πω - είναι το πιο δύσκολο που περιμένω το διάλλειμα για να βγω στο κρύο και τ’ αγιάζι.

Υπάρχει και μια εξήγηση σωματικού τύπου για τους ανθρώπους που καπνίζουν το ένα τσιγάρο μετά το άλλο. Ο καπνιστής έχει συνδέσει τη βαθιά αναπνοή, αυτή που παίρνεις κατά τον οργασμό ή όταν κλαις πολύ. Οπότε συνήθως όταν έχεις άγχος και καπνίζεις μανιωδώς, είναι γιατί θες να πάρεις μια βαθιά αναπνοή για να χαλαρώσεις. Αν όταν είσαι αγχωμένος και θες να κάνεις τσιγάρο και δεν μπορείς, αν προσποιηθείς ότι παίρνεις τζούρα, αμέσως παίρνεις τη σωστή αναπνοή και πραγματικά λειτουργεί. Έχω ανακαλύψει αυτά τα τρικ, γιατί σε ένα επάγγελμα όπως είναι η εκπαίδευση υπάρχει πολύ άγχος. Πολλοί εκπαιδευτικοί δεν το παραδέχονται, αλλά το επάγγελμα του εκπαιδευτικού εγείρει πολλά θέματα. Καταρχάς υπάρχει ζήλια. Ζήλια για την νεότητα. Και η νεότητα έχει μεγάλο αίτημα. Σε ρουφάνε τα παιδία σα να είσαι η μαμά τους και ο μπαμπάς τους. Είναι ψυχοφθόρα διαδικασία. Πρέπει να είσαι λίγο ζεν για να αντέξεις.»



back to main