
Η μάστιγα της κατάθλιψης, το πράσινο της χειρουργικής ρόμπας και τρεις φωνές που ενώθηκαν σε ένα πρόσωπο.
Φώτο: Eftychia Vlachou
Το «Ψύχωση 4:48» είναι το κύκνειο άσμα της Σάρα Κέιν, της Αγγλίδας θεατρικής συγγραφέως που αυτοκτόνησε βασανισμένη απ’ την κατάθλιψη και την κοινωνική απομόνωση. Η σκηνοθέτης Άντζελα Μπρούσκου, μαζί με την Παρθενόπη Μπουζούρη, την Κωνσταντίνα Αγγελοπούλου και τη Nalyssa Green, που ντύνει με μουσικές το έργο, φέρνουν επί σκηνής ένα θάνατο που επέρχεται λίγο μετά την πνευματική ανάσταση.
Η συζήτησή μας με την Άντζελα Μπρούσκου μπορεί να μοιάζει σαν να ξέφυγε από τα όρια της παράστασης, όμως μιλάει ακριβώς γι αυτήν. Για όσα έγραψε η Σάρα Κέιν στην Αγγλία του 1998 και μπορούν να μεταφερθούν αυτούσια, στην Ελλάδα του 2014.
«Το Θέατρο Δωματίου ξεκίνησε το ’94. Άρα είμαστε ήδη 20 χρόνια στο χώρο. Φυσικά κι εγώ σαν ηθοποιός ξεκίνησα, αλλά ήθελα να σκηνοθετήσω απ’ την αρχή. Έτσι ξέρεις ήδη ένα κομμάτι της δουλειάς. Πώς να χειρίζεσαι τους ηθοποιούς και τι σημαίνει υποκριτική. Αλλά η σκηνοθεσία δεν είναι μόνο αυτό, είναι μια ολική άποψη πάνω στα πράγματα και αισθητικά και ανάγνωσης ενός έργου και επίσης το να προχωράς και να εξελίσσεις τα θεατρικά εργαλεία σου και τον τρόπο σκηνικής μεταφοράς ενός έργου. Είναι σα να ξέρεις καλύτερα τη μηχανή σου. Μπορεί να οδηγούμε ένα αυτοκίνητο και να ‘μαστε καλοί οδηγοί, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι αν πάθει κάτι μπορούμε να το φτιάξουμε. Η σκηνοθεσία όμως δεν είναι το επόμενο βήμα. Μόνο στην Ελλάδα συμβαίνει αυτό. Κάθε ηθοποιός μπορεί να θεωρεί ότι γίνεται καλύτερος αν σκηνοθετήσει. Σα να είναι ένα βήμα για μια ολοκλήρωση. Σκηνοθετώ δε σημαίνει μόνο βάζω κάποιους ηθοποιούς να παίξουν πολύ καλά ή πολύ κακά. Δε φτάνει αυτό. Έχει ένα μόχθο που έχει να κάνει πολύ με το μυαλό, δεν ανήκει στη σφαίρα του ηθοποιού. Γίνεται όμως και για οικονομία. Για να μην πληρώνεις έναν έξτρα σκηνοθέτη.
Για ‘μενα η Σάρα Κέιν είναι μια σημαντική συγγραφέας, η οποία μιλάει με πάρα πολύ ειλικρίνεια και ευθύτητα, αμεσότητα αλλά και ωμότητα, καθαρότητα θα έλεγα καλύτερα, για όλο αυτό που συμβαίνει γύρω μας. Για το τι μπορεί να σημαίνει πολιτισμός, ιστορία, έρωτας, πόλεμος, αρρώστια, για το τι μπορεί να σημαίνει ζωή εν τέλει. Το έργο αυτό το έχω διαβάσει πολλά χρόνια τώρα, από τη στιγμή που βγήκε δηλαδή, το ’98 – ’99 και ήθελα να το σκηνοθετήσω. Οι συγκυρίες δεν το επέτρεψαν τότε, αλλά το είχα πάντα μες το μυαλό μου. Χαίρομαι που το κάνω τώρα γιατί πιστεύω ότι είναι και μια στιγμή που ο κόσμος μπορεί να το δεχτεί καλύτερα. Το έργο είναι επίκαιρο, γιατί δυστυχώς μέσα σ’ αυτή τη δεκαετία που μεσολάβησε αρρωστήσαμε σαν πολιτισμός. Είναι σαν να υπάρχει μια μόλυνση και γι αυτό υπάρχει και πολλή ψυχική αρρώστια, που οφείλεται σαφώς στα κοινωνικά προβλήματα κι έχει εξαπλωθεί. Σε κάθε σπίτι, σε κάθε οικογένεια, υπάρχει ένας άρρωστος και οι υπόλοιποι που τον περιβάλλουν έρχονται κι αυτοί σε επαφή με την αρρώστια του. Εκτός από αυτό, για να μην θεωρηθεί ότι μ’ ενδιαφέρει ένα έργο που έχει καθαρά θέμα με την ψυχική υγεία, υπάρχει κι ένα άλλο κομμάτι του έργου, πολύ ισχυρό που έχει να κάνει με την ύπαρξη, με τον εαυτό. Το πώς ένας άνθρωπος αλληλεπιδρά με το περιβάλλον του και πώς αυτή η συγγραφέας το καταγράφει όλο αυτό με μία απίστευτη διαύγεια και καλλιτεχνική υγεία.
Μπορεί να έχει κάποιος κατάθλιψη, να είναι σπίτι του και να κόβει τις φλέβες του για παράδειγμα, αλλά μπορεί να έχει ένα παρόν κι ένα έργο στο οποίο μέσα να έχει ξεπεράσει την αρρώστια του. Και ποιος καλλιτέχνης δεν ήταν ψυχικά άρρωστος; Ο Ντοστογέφσκι ας πούμε, η Βιρτζίνια Γουλφ, ο Πόε, ο Βαν Γκόγκ. Αυτό δεν τους εμπόδισε να δημιουργήσουν. Αυτοί οι άνθρωποι είχαν μια αυξημένη αντίληψη της πραγματικότητας και μια ευφυΐα, κάτι το οποίο βέβαια είναι οδυνηρό μέσα στην καθημερινότητα σου. Κι εμείς αν σκεφτείς κουμπωνόμαστε απέναντι στην καθημερινότητα, τα κλείνουμε όλα μέσα μας γιατί δεν αντέχουμε ν’ αφήσουμε την πραγματικότητα να εισβάλλει μέσα μας. Πώς είναι όταν βλέπεις ας πούμε έναν άνθρωπο άρρωστο στο δρόμο με κομμένα πόδια και συνεχίζεις την πορεία σου; Δεν σταματάς, ούτε κάθεσαι να κλαίς από πάνω του. Το πολύ – πολύ να του δώσεις ένα ευρώ. Και οι εικόνες που παίρνουμε απ’ την τηλεόραση… Γίνεσαι απαθής γιατί αλλιώς θα τρελαθείς. Θα είχαμε όλοι κατάθλιψη και θα κλαίγαμε απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ. Ακριβώς όμως επειδή τα κλείνουμε όλα αυτά, κινδυνεύουμε να πάθουμε κατάθλιψη. Δεν μας κάνει καλό. Κάποια στιγμή θα σκάσει πιο έντονα όλο αυτό. Γι αυτό μπορεί ν’ ακούσεις για κάποιον που από ‘κει που έμοιαζε σα να μη συμβαίνει τίποτα, να πηδάει από ένα μπαλκόνι. Ή να γίνεται ξαφνικά πολύ επιθετικός ή να αρρωστήσει απότομα.
Αντίστοιχα στην Αγγλία του ’98, η Σάρα Κέιν βίωνε ανάλογες καταστάσεις που μοιάζουν με τις σημερινές συνθήκες στη χώρα μας. Πιστεύω ότι το να αισθάνεται κάποιος πολύ απροστάτευτος ή περιττός ή ακυρωμένος, άχρηστος θα έλεγα μέσα στο κράτος που ανήκει, οδηγεί σε μια μοναχικότητα, η οποία είναι πάρα πολύ επικίνδυνη. Ανατρέπονται όλες οι ισορροπίες. Το κράτος υποτίθεται πρέπει να σε προστατεύει, να νιώθεις μια ασφάλεια. Όταν φεύγει αυτό το χαλί κάτω απ’ τα πόδια σου, δεν είναι δύσκολο να πάρεις ακραίες αποφάσεις. Το θεωρώ πολύ φυσικό να φτάσει κάποιος εκεί. Μπορεί να αρρωστήσεις ξαφνικά και να μην έχεις τα χρήματα να πας στο γιατρό ή να μην μπορείς να ζήσεις τα παιδιά σου. Ο θάνατος ως λύση και λύτρωση μπορεί να είναι πολύ κοντά σε τέτοιες στιγμές. Δε νομίζω ότι κανείς θέλει ν’ αυτοκτονήσει έτσι, για πλάκα.
Αυτή η κατάθλιψη, όπως είπα και πριν, είναι κοινωνική, δεν είναι προσωπική. Έρχεται πάρα πολύ νωρίς, μέσα από την οικογένεια, που σε επηρεάζει πάρα πολύ. Γιατί και οι οικογένειες είναι άρρωστες, είναι σαν ένα κουκούλι που προσπαθεί να σε προστατέψει, αλλά σε καταπιέζει κιόλας. Είναι μια μικρογραφία του κράτους και της κοινωνίας. Το κράτος στην οικογένεια βασίζεται για να υπάρξει. Σε ‘σένα και στα παιδία σου. Είσαι δέσμιος του. Όλες οι παραχωρήσεις που θα κάνεις είναι επειδή έχεις ένα σπίτι, έχεις παιδιά.
Για να ασχοληθείς με την τέχνη, πρέπει να είσαι πολύ δυνατός και υγιής ψυχικά. Ο βαθμός ευαισθησίας – ακριβώς επειδή είσαι ανοιχτός σε αυτή την ροή πληροφοριών και καταστάσεων – αν δεν είσαι καλά, μπορεί να σε καταστρέψει. Θέλω να πω, ότι δε σημαίνει ότι όλοι οι καλλιτέχνες είναι καταθλιπτικοί ή έχουν τάσεις αυτοκτονίας, αλλά όντας καλλιτέχνης έρχεσαι σε επαφή με κάτι που όντως είναι επικίνδυνο. Γι αυτό πρέπει να λάβεις τα μέτρα σου πριν μπεις μέσα σ’ αυτό. Αυτό γίνεται με αυτογνωσία, με το να φροντίζεις καθημερινά την ψυχή σου και το σώμα σου. Δεν είναι εύκολο γιατί βάλλεσαι, πληγώνεσαι γίνεσαι κι εσύ τραυματίας και πρέπει μετά να αποσυμπιεστείς, να θεραπευτείς, να επουλώσεις τις πληγές. Δεν πρέπει να ταυτίζεσαι με τα έργα που ασχολείσαι. Αν το κάνεις θα αρρωστήσεις μοιραία.
Στην παράσταση είμαστε τέσσερις γυναίκες. Τρεις ηθοποιοί και μια μουσικός. Ενώ το έργο θα μπορούσε να για έναν μόνο ηθοποιό εμείς είμαστε τρεις, συμβολίζοντας έτσι το μυαλό της Σάρα Κέιν, το οποίο διασπάται, θρυμματίζεται. Θα μπορούσε να είναι ακόμα και για δέκα ηθοποιούς. Είναι σαν το ένα πρόσωπο να είναι προβολή του άλλου. Το ένα πρόσωπο προβάλλεται επάνω στο άλλο, συν μια κάμερα η οποία λειτουργεί ως καθρέφτης. Όλα αυτά είναι ένα κομμάτι από τον ίδιο εαυτό. Το μυαλό γεννάει φωνές και πρόσωπα τα οποία παίρνουν υπόσταση πάνω στη σκηνή. Το πράσινο φως που κυριαρχεί στην παράσταση είναι συμβολικό. Το πράσινο είναι το χρώμα του νοσοκομείου, του ψυχιατρείου, της χειρουργικής ρόμπας, το χρώμα που έχουν τα πλακάκια στα νεκροτομεία, αλλά και το χρώμα της ηρεμίας και της ελπίδας.
Το πιο δύσκολο πράγμα ήταν να αποκωδικοποιήσουμε αυτό το έργο. Δεν είναι ένα ανοιχτό έργο, έχει όμως μια ισχυρή θεατρική δομή από κάτω, δεν είναι ένα ποίημα. Ο λόγος είναι μεν ελλειπτικός, είναι συνειρμικός, αλλά υπάρχει δομή, απλώς είναι κρυφή. Ο σκηνοθέτης καλείτε να βρει τις συνδέσεις αυτές. Το έργο αυτό έχει κλειδιά. Όσες φορές και να το διαβάσεις πάντα θα βρεις κάτι καινούριο. Ακόμη και τώρα, κάθε μέρα βλέπω μια φράση αλλιώς. Έχει πάρα πολλά επίπεδα κι αυτή ήταν και η δυσκολία της παράστασης. Η παράσταση αυτή βασίζεται πολύ στους ανθρώπους που την στηρίζουν και φυσικά στην Παρθενόπη Μπουζούρη που είναι το πρόσωπο που ενσαρκώνει το κείμενο, το μυαλό του έργου, είναι συνεργάτης και συνιδρυτής του Θεάτρου Δωματίου. Η Κωνσταντίνα Αγγελοπούλου, είναι παλιά μαθήτριά μου, άρα γνωριζόμαστε ήδη μια δεκαετία και με τη Nalyssa γνωριστήκαμε τώρα. Μου άρεσε η μουσική της και θεωρώ ότι ταιριάζει πολύ με το έργο, γιατί έχει μια μελωδικότητα κι ένα στοιχείο pop, αλλά συγχρόνως έχει και κάτι σκοτεινό, το οποίο είναι πολύ ενδιαφέρον. Μ’ ενδιέφερε και το πώς αντιλαμβάνεται μια νέα κοπέλα το έργο, καθώς και το ότι αποτελούμαστε από διαφορετικές ηλικίες. Κι αυτό γιατί όταν ένας άνθρωπος αντιλαμβάνεται πάρα πολύ τα πράγματα, έχει μια ωριμότητα εκτός ηλικίας. Μπορεί να είσαι είκοσι και να έχεις την ωριμότητα ενός πολύ μεγαλύτερου ανθρώπου, που αυτό συμβαίνει ειδικά όταν είσαι ευφυής. Όπως μπορεί να είσαι μεγάλος και να είσαι πάρα πολύ ανώριμος και επιφανειακός.
Σίγουρα βοηθάει να έχεις μια σχέση συνεργασίας από πριν. Κάλο είναι να γνωρίζεσαι. Αν αυτό γίνει μέσα στις πρόβες χάνεις κάποιο χρόνο. Είναι καλό και για τους κώδικες τις δουλειάς. Την Nalyssa την προσέγγισα εγώ, αλλά παρ’ όλα αυτά ήρθα σε επαφή με μια κοπέλα και μια μουσικό που έχει μεγάλη ωριμότητα και στη δουλειά της και σαν καλλιτέχνης και, παρόλο που δε γνωριζόμαστε από πριν, υπήρξε χημεία. Είναι τρομερό όταν συμβαίνει αυτό στα επαγγελματικά. Γι αυτό και πραγματικά το λέω, η συνεργασία μας είναι υπέροχη. Ακόμα κι αυτό που μπορεί καμιά φορά να συγκρουστείς λίγο πάνω στη δουλειά, με μας δε συνέβη ποτέ. Έχει ένα τρόπο ν’ αφουγκράζεται που μου έκανε πολύ εντύπωση. Επειδή η Nalyssa είναι και μουσικός και είναι από έναν άλλο χώρο, μπορεί γι αυτό το λόγο η σχέση αυτή να έχει μια άλλη αλληλεπίδραση, επειδή ο καθένας φέρνει κάτι διαφορετικό. Όποτε έχουμε μια όμορφη ατμόσφαιρα, πράγμα πολύ δύσκολο στο θέατρο.
Το θέατρο είναι ένα πεδίο σύγκρουσης. Μια εμπόλεμη ζώνη. Όποιος μπαίνει μέσα κινδυνεύει. Μπορεί να κλειστεί, να πρέπει να αμυνθεί, να πρέπει να εκφραστεί, ν’ ανοιχτεί πολύ. Δεν είναι ένας εύκολος χώρος. Και το λέω γιατί το έχω ζήσει και το ξέρω. Γι αυτό και πριν αρχίσουμε μια δουλεία πάντα σκέφτομαι ότι είναι μια καινούρια περιπέτεια. Μια περιπέτεια σχέσεων. Μέτα από κάποια χρόνια έχω μια πείρα και μπορώ να το διαχειριστώ, αλλά δεν εξασφαλίζεις την ειρήνη. Είναι μέσα στο δημιουργικό κομμάτι όμως όλα αυτά.
Οι συζητήσεις για την παράσταση ξεκίνησαν το καλοκαίρι και μέχρι το Σεπτέμβρη είχαμε φτάσει στην τελική μορφή του έργου. Αυτή την παράσταση ήθελα να την ανεβάσω από πέρσι , αλλά κάτι συνέβη και δεν το κάναμε, έγινε όμως φέτος. Καλύτερα, γιατί κι εγώ ήμουν έτοιμη και έδωσα πολλά στο έργο.
Υπάρχουν πολλές παρερμηνείες για αυτό το έργο της Σάρα Κέιν, όπως ας πούμε ότι μισεί το σώμα της και τη φύση της, λόγω θρησκευτικών καταλοίπων. Αυτό δεν ισχύει. Η θρησκεία ναι, μισεί το σώμα και το διαχωρίζει απ’ την ψυχή. Όλοι φροντίζουμε για την «σωτηρία της ψυχής» - αυτό λέει η θρησκεία δηλαδή - και για μια άλλη ζωή, αλλά εμείς μιλάμε γι αυτή τη ζωή, εδώ και τώρα. Για το σώμα και την ψυχή, αν υπάρχει. Δεν ξέρω τι υπάρχει, εγώ ξέρω ότι υπάρχει αυτό το παρόν που ζω μέσα απ’ το σώμα μου και το μυαλό μου. Η Σάρα Κέιν ως ομοφυλόφιλη και ως μεγαλοφυής θεατρική συγγραφέας, δέχτηκε κι αυτή τα πυρά μιας συντηρητικής τάξης, που είναι σαν εκκλησία, για τις αλήθειες που εξέθετε στο έργο της. Υπάρχει μια καταγραφή μέσα στο έργο γι αυτό που δέχεται κανείς κοινωνικά σαν συμπεριφορά για κάτι διαφορετικό. Αυτό είναι. Το διαφορετικό γενικά, και πόσο μάλλον το φύλο, είναι κάτι που διώκεται, κατηγορείται, περιθωριοποιείται, γίνεται στόχος, χλευάζεται… Οπότε μέσα από τις ερωτικές της εμπειρίες και την κοινωνική κριτική δέχτηκε κι εκείνη την απόρριψη και έγραψε γι αυτή.
Ακόμα και σήμερα συμβαίνει αυτό και ειδικά στην Ελλάδα. Πότε θα σταματήσει να αποφασίζει η εκκλησία για το τι θα κάνουμε; Δε μπορεί να βγαίνουν οι αρχιεπίσκοποι και να ρίχνουν ανάθεμα στους ομοφυλόφιλους. Μου φαίνεται σα Μεσαίωνας. Και ας μην μείνουμε μόνο στην ομοφυλοφιλία. Τίποτα διαφορετικό δε μπορούμε να δεχτούμε. Είναι πολύ σοβαρό αυτό. Μόνο απ’ την οικογένεια μπορεί να λυθεί αυτό, αλλά δυστυχώς δεν το βλέπω να συμβαίνει. Εδώ σπουδάζεις πράγματα επειδή το θέλει ο μπαμπάς σου. Πόσα παιδιά σπουδάζουν κάτι άλλο κι έρχονται να γίνουν ηθοποιοί στα τριάντα, γιατί έπρεπε πρώτα να σπουδάσουν, να πάνε στρατό, να παντρευτούν. Υπάρχει μια τεράστια ανελευθερία μες την οικογένεια και μια καταπίεση – μέσα στην ασφάλεια που σου προφέρει – την οποία την πληρώνεις πολύ ακριβά. Τη μεγαλύτερη βία την ασκεί η οικογένεια. Αν ο άνθρωπος δεν μπορεί να είναι ελεύθερος πνευματικά είναι σαν ν’ ακρωτηριάζεται. Γι αυτό μιλάει η Σάρα Κέιν.
Υπάρχει ένας συντηρητισμός, είμαστε σταματημένοι. Όλα τα πράγματα έχουν ανακαλυφθεί από το 2000 π.χ. κι ύστερα ήρθε η θρησκεία και τα σταμάτησε όλα. Επιστήμη γιοκ. Πίστευε και μη ερεύνα. Εμάς οι γονείς μας έπρεπε να παντρευτούν μικροί. Είκοσι χρονών έπρεπε να έχεις τρία παιδιά. Μπορεί να φαίνεται αστείο, αλλά αυτή ήταν η πραγματικότητα.
Κι αυτό το να γελάμε και να περνάμε καλά, είναι πολύ επικίνδυνο. Ουσιαστικά θέλουν να περνάμε καλά για να μην σκεφτόμαστε, να μην εξελισσόμαστε και να υπηρετούμε σαν σκλάβοι αυτό το σύστημα. Να του κάνουμε παιδιά, να δουλεύουμε και να πεθαίνουμε. Αυτή είναι η ζωή μας. Όχι. Δε μπορεί να είναι αυτή η ζωή. Δε μπορώ να βλέπω νέα παιδιά έξω απ’ τα μπουζούκια και να μην αγωνίζονται. Γι αυτό μας κάνουν ό,τι θέλουν, γιατί ό,τι σου ανήκει δε στο δίνουν. Πού είναι τα λεφτά για τον πολιτισμό, για την τέχνη; Εδώ βγάλανε απ’ τα σχολεία κάποια μαθήματα θεατρολογίας που υπήρχαν, που ανάθεμα και το πώς γίνονταν αυτά τα μαθήματα, γιατί ό,τι έχει να κάνει με την τέχνη είναι περιττό. Το μόνο που μας έμεινε είναι να βλέπουμε μαλακίες στην τηλεόραση. Αυτός είναι πολιτισμός μας. Αυτό πήραμε. Και το κοινό τους ήταν οι μέσοι Έλληνες που τα σπάγανε επί είκοσι χρόνια στα μπουζούκια και τώρα είναι στο δρόμο. Τώρα ξαφνικά ξυπνήσαμε. Και δεν εννοώ ότι ξυπνήσαμε, απλά τώρα κλαίμε, τώρα μόνο κλαιγόμαστε, διότι το θέμα δεν είναι να ξεσκάσουμε, αλλά ν’ ανοίξει το μυαλό κι ν’ αποκτήσουμε άλλες ποιότητες. Και να μην είμαι δυστυχισμένη επειδή δεν έχω πισίνα και το τάδε αυτοκίνητο. Αυτό είναι που δεν θέλουν. Δε θέλουν τα παιδιά να πάνε στο θέατρο να δουν τη Σάρα Κέιν, γιατί πρέπει να δουν τη Σάρα Κέιν. Θέλουν μόνο να πηγαίνουν στα μπουζούκια για να καταστέλλονται. Να μην υπάρχει φωνή, να μην υπάρχει απαίτηση.
Εδώ και δύο χρόνια, ενώ υπάρχει ο θεσμός δε δίνονται χρήματα για τον πολιτισμό. Που είναι αυτά τα χρήματα λοιπόν; Εμείς παίρναμε επιχορήγηση. Η τέχνη είχε μια στοιχειώδη επιχορήγηση. Τώρα είμαστε ελεύθερη αγορά. «Αν είσαι καλός και τα λες καλά, θα επιβιώσεις. Δε θα σου δώσω εγώ λεφτά. Να σου δώσω εγώ λεφτά για να κάνεις το κέφι σου;». Αν το πάμε έτσι όμως δε θα πρέπει να ανεβάσω Σάρα Κέιν, αλλά ν’ ανεβάσω τον Ψαθά, για να γελάει ο κόσμος και για να έχω εισόδημα. Άρα, αν δε το κάνεις αυτό αμέσως – αμέσως δεν είσαι καλός γιατί δεν έχεις κοινό. Και φυσικά δε διεκδικεί κανείς. Πορεύεται ο καθένας μόνος του. Κι εγώ μόνη μου την κάνω αυτή την παράσταση, μετά από τριάντα χρόνια θέατρο. Μόνοι μας κάνουμε τα φώτα και όλα. Δε με πειράζει, όσο μπορώ και το κάνω θα το κάνω, προκείμενου να κάνω παραχωρήσεις. Γιατί αν πέσω και σπάσω το πόδι μου, δε θα χω λεφτά, αν δε δουλέψω. Δε μου δίνει όμως ικανοποίηση. Είναι λάθος αυτό.
Δεν πιστεύω ότι πρέπει να πεινάς και να υποφέρεις για να κάνεις τέχνη. Είμαι καλή τώρα, αλλά θα ήμουν εξίσου καλή και με χρήματα. Πραγματικά έφτασα σε κάποιες πάρα πολύ δύσκολες στιγμές τον τελευταίο καιρό, που δε χρειάζεται. Και οι συνεργάτες μου. Κι άντε πες εγώ το αντέχω. Ο άλλος; Γιατί πρέπει να μπει σε αυτή τη διαδικασία; Γιατί πρέπει να δουλεύει 8 ώρες σε ένα μπαρ και μετά να έρθει να κάνει πρόβα; Δεν θα ‘ναι καλύτερος, θα ‘ναι χειρότερος. Δε μπορεί να είναι καλύτερος, κάποια στιγμή θα σπάσει και θα φύγει.
Θέλω να διεκδικήσω αυτό που μου ανήκει. Αυτά τα χρήματα που το κράτος πρέπει να διαθέσει για την τέχνη μου ανήκουν. Ανήκουν σε όλους όσοι είναι μέσα σε αυτό το χώρο και σε αυτό το κοινό που θέλει να δει, τα έργα που θέλει να δει. Όπως βλέπεις στο εξωτερικό που γίνονται φεστιβάλ και μια παράσταση έχει δέκα πόλεις που την στηρίζουν κι εδώ εμάς δε μας στηρίζει ούτε ο Δήμος. Εδώ διωκόμεθα κιόλας, θέλουν και να μας κλείσουν. Δε φτάνει που φορολογούμαστε άγρια, θέλουν να κλείσουν τους εναλλακτικούς χώρους.
Άρχισα απ’ τα είκοσι μου χρόνια. Απ’ τα είκοσι μέχρι τα πενήντα έχεις κλατάρει. Πόσο ν’ αντέξεις; Πόσα παιδιά έχω δει να χάνονται, επειδή δεν άντεξαν. Έχουν εγκαταλείψει, έμειναν πίσω. Δεν υπάρχει παιδεία, δεν υπάρχουν ακαδημίες. Είναι πολύ υποβαθμισμένη η δουλειά μας. Δεν μπορείς να κάνεις ένα μεταπτυχιακό. Γιατί να πρέπει να πας έξω να κάνεις ένα μεταπτυχιακό στην υποκριτική; Γιατί να παίζει ο καθένας χωρίς να έχει πάει σε σχολή; Γιατί να έχουμε πέντε χιλιάδες παραστάσεις; Ο καθένας ανεβάζει ό,τι θέλει. Και καλά κάνει, αλλά από ένα σημείο κι ύστερα, υπάρχει πολύ σαβούρα.
Εμένα μ’ αρέσει να μετακινούμαι και να συγκινούμαι και μου συμβαίνουν πράγματα. Άλλοι περνάνε καλά επειδή δε τους συμβαίνει τίποτα και δε θέλουν να τους συμβεί και τίποτα. Ακόμη κι ένας έρωτας στη ζωή, αν τον επιτρέψεις, θα σου φέρει πόνο. Δε φέρνει μόνο χαρά. Έτσι δεν είναι; Αρρωσταίνεις με τον έρωτα. Είναι ένα είδος ψύχωσης. Είναι μέσα στο παιχνίδι όλα αυτά.»
Πληροφορίες παράστασης
Σκηνοθεσία-μετάφραση-κάμερα-σχεδιασμός χώρου: Άντζελα Μπρούσκου
Μουσική – Σχεδιασμός ήχου: Nalyssa Green
Συμμετέχουν: Άντζελα Μπρούσκου, Παρθενόπη Μπουζούρη , Κωνσταντίνα Αγγελοπούλου , Nalyssa Green
BIOS Main
Διάρκεια Παραστάσεων 02/10 - 12/10 Πεμ - Κυρ
Είσοδος: 10 ευρώ
Ώρα έναρξης: 20:30
back to main