
Άφθονες πλεξούδες σκόρδα, τζάνκι, παράνομοι, ταινίες του Gregory Markopoulos και μια Ρέγκα στο «Ελληνικό Προξενείο του Ψυρρή».
Φωτο: Manteau Stam.
Λίγα στενά πάνω από την πλατεία Κουμουνδούρου, σε μια αποθήκη 25τ.μ. επιβιώνει μέχρι σήμερα το παραδοσιακό σκορδάδικο της οικογένειας Τσιντουκίδη. Τα χιλιάδες σκόρδα που πέρασαν από τα ντουβάρια του χώρου μπορεί να μην προστάτεψαν από το κακό μάτι, σίγουρα όμως χάρισαν μακροζωΐα στο μαγαζί που επιμένει να λειτουργεί σε μια συνοικία φάντασμα, το ιστορικό κέντρο της Αθήνας. ‘Δυσώδες ρόδον’, κατά τους αρχαίους το σκόρδο, πηγή υγείας και νοστιμιάς, συναντάται σε διάφορες ποικιλίες, μεγέθη και γεύσεις στο σκορδάδικο της Επίκουρου. Διώχνει μακριά τα βαμπίρ της κρατικής αιμοδιψίας ή εκείνα τα παιδιά-στοιχειά του εαυτού τους που περιφέρονται στα στενά με σύριγγες στα χέρια και μάτια απλανή. Το σκορδάδικο της Επικούρου μένει τοπόσημο μιας εποχής που χάθηκε στα παιχνίδια εξουσίας και πλουτισμού όσων επιβουλεύονταν την τύχη της πόλης των Αθηνών. Πολλά ξένα περιοδικά βρέθηκαν να γράψουν γι’ αυτό, από το Newsweek μέχρι το Time, λίγα όμως άλλαξαν γι’ αυτό. Στην επίσκεψή μας εκεί συναντήσαμε τον Βαγγέλη Τσινουκίδη, την Μπέλλα και τον Λύκο. Ο Βαγγέλης μιλά αργόσυρτα με μπάσα φωνή. Προτιμά να αστειεύεται με θέματα που τον πληγώνουν, ή να γνέφει αδιάφορα. Διστάζει να μιλήσει για την ζωή του πριν εγκατασταθεί στου Ψυρρή με τους γονείς του, ενώ όταν η συζήτηση πηγαίνει στους τελευταίους ή τα ζώα που φροντίζει, ο τόνος της φωνής του μαλακώνει και χαμογελά.
«Η οικογένειά μου κατέβηκε από την Νέα Βύσσα στην Αθήνα, το 1974. Ο πατέρας μου έμαθε να παίζει βιολί στα πέντε του, φυλάγοντας γουρούνια πάνω στα βουνά. Αργότερα βρέθηκε να παίζει μουσική παρέα με τον Χρόνη Αηδονίδη σε γάμους και πανηγύρια. Στην Αθήνα ο πατέρας δούλευε ως οικοδόμος, εγώ σπούδαζα και η μητέρα μου έπλεκε σκόρδα για να ζήσει. Μετά από λίγα χρόνια που η δουλειά στις οικοδομές έπεσε, ανοίξαμε το σκορδάδικο. Αρχικά στην Ευριπίδου και στην συνέχεια εδώ, στην Επίκουρου. Παλιότερα ήταν αλλιώς, υπήρχαν πολλά σκορδάδικα στην γειτονιά, πέρναγε ο κόσμος. Υπήρχαν τουλάχιστον δώδεκα σκορδάδικα σε αυτόν και στους γύρω δρόμους».
Μας δείχνει διάφορα κτήρια, τρία στην Επίκουρου και άλλα στην Κουμουνδούρου, τη Μενάνδρου και την Ευριπίδου που ήταν κάποτε σκορδάδικα, τότε που η γειτονιά ήτανε πιάτσα. «Ο δρόμος γέμιζε με πλανόδιους που τα αγόραζαν και τα πουλούσαν αργότερα περπατώντας στις γειτονιές».
-Πότε άλλαξε η κατάσταση;
«Αρχικά όταν πήραν τα πολλά λεωφορεία από την πλατεία Κουμουνδούρου και στην συνέχεια μετά το 1995, όταν η περιοχή του Ψυρρή γέμισε με τζάνκι».
-Γι’ αυτό πιστεύεις ότι ερήμωσε η γειτονιά;
«Ρώτα τον Κακλαμάνη, αυτός ξέρει καλύτερα. Εκείνος τουλάχιστον περνούσε και μια βόλτα από την περιοχή. Πάντα θα υπήρχε μια αφορμή, κάποια εγκαίνια, να πάει να φάει. Τώρα περνάνε μόνο οι υπηρεσίες για να κόψουν πρόστιμα».
-Σκόρδα από πού φέρνεις;
«Στο μεγαλύτερο ποσοστό έχω σκόρδα Νέας Βύσσας, εκεί πέρα είναι η μεγαλύτερη παραγωγή σε όλη την Θράκη. Έχω επίσης σκόρδα Χαλκίδας και Λακωνίας. Στην Λακωνία βγαίνουν τα πρώτα σκόρδα της νέας χρονιάς, είναι μικρά σε μέγεθος, πωλούνται ακόμη πράσινα και διατίθενται συνήθως μόνο μέσα στον Απρίλη, μετά περνάει η εποχή τους. Το σκόρδο της Χαλκίδας επίσης βγαίνει πράσινο και δεν έχει πολύ μεγάλη διάρκεια ζωής. Της Νέας Βύσσας, όμως, βγαίνει σε διάφορα μεγέθη και έχει μεγάλη διάρκεια ζωής. Είναι επίσης πιο εύγευστο και προκαλεί πιο έντονο κάψιμο στην γεύση».
Τα σκόρδα του καταστήματος κρέμονται απ’ τους τοίχους σαν λουλούδια, μικροί και μεγάλοι ανθοί. «Τα σκόρδα τα πλέκεις με το κοτσάνι τους, όπως πλέκουν οι γυναίκες τα μαλλιά τους», εξηγεί ο Βαγγέλης. «Υπάρχει κόσμος που αγοράζει από το κατάστημα πλεξούδες σκόρδου, αλλά πουλάω κυρίως χοντρική σε εμπόρους σε λαϊκές αγορές. Τα σκόρδα που συναντάς περισσότερο τα τελευταία χρόνια είναι Κίνας. Το πρόβλημα με αυτά είναι ότι περνούν από χημική επεξεργασία. Τα θειαφίζουνε για να ασπρίσουν και στην συνέχεια χρησιμοποιούν μια χημική μέθοδο για να αφαιρέσουν τον πάτο του σκόρδου. Σκέτος καρκίνος».
-Γιατί αφαιρούν τον πάτο;
«Εντολές της ΕΟΚ».
-Τα σκόρδα πώς τα τρώτε;
«Ωμά. Και στο φαγητό, αλλά σίγουρα τρώω πολύ σκόρδο ωμό. Πολλοί φίλοι απορούν που δεν μυρίζει η αναπνοή μου».
-Και πώς το καταφέρνετε αυτό;
«Είναι απλά τα κόλπα. Αν πιεις το καφεδάκι σου μετά το σκόρδο ή αν βάλεις μια φέτα λεμόνι, μαζί με την φλούδα και λίγο αλάτι, η αναπνοή φτιάχνει αμέσως. Βέβαια, αν τρως δέκα σκελίδες σκόρδου στην καθισιά σου, είναι επόμενο να μυρίζεις».
-Τι προβλήματα αντιμετωπίζει το μαγαζί;
«Πρόβλημα είναι που δεν κατεβαίνει πια ο κόσμος στο κέντρο. Από την μια τα πρεζάκια, από την άλλη οι μετανάστες, έχουν κάνει την κατάσταση αφόρητη. Το ιστορικό κέντρο χρειάζεται άλλη κουλτούρα ανθρώπων. Αυτοί φτύνουν παντού, κατουρούν παντού, χέζουν παντού, κλέβουν, σκοτώνουν. Έχω κρεμάσει μια ελληνική σημαία και μια ταμπέλα που γράφει ‘Ελληνικό Προξενείο Ψυρρή’. Αυτή είναι η αλήθεια. Το μόνο που περνάει είναι κανένας λαθρέμπορος, κανένα παιδί από αυτά που έφαγαν το κεφάλι τους με τα ναρκωτικά και αν δεν τάιζα τα σκυλιά, τα γατιά και τα περιστέρια, δεν θα μου ’χε μείνει τίποτα ανθρώπινο να κοιτώ. Αν κοιτάξεις, έχουμε γεμίσει τον δρόμο, τα πεζούλια και όποιο σημείο μπορεί να κάτσει κανείς, με μεγάλες γλάστρες με φυτά. Έτσι δεν βρίσκουν χώρο να κάτσουν οι ναρκωμανείς να τρυπηθούν».
-Τα σκυλιά τα έχεις για προστασία;
«Τι άλλο; Η Μπέλλα δεν κουνιέται ποτέ. Είναι τρισήμισι χρονών. Μικρή είναι, αλλά είναι και τεμπέλα. Είναι όμως και άγρια πολλές φορές».
Το κάθε σκυλί έχει την προσωπικότητά του. Ο Λύκος είναι πολύγλωσσος «καταλαβαίνει τέσσερις γλώσσες», έχει μια κονκάρδα με λύκο στο λαιμό, είναι παιχνιδιάρης και πανέξυπνος. Η Μπέλλα, πάλι, ξαπλώνει όλη την ώρα, «σαν γυναίκα». Από διαβολική σύμπτωση εκείνη την στιγμή έρχεται στο κατάστημα ένας νεαρός μετανάστης. Φαίνεται να γνωρίζει τον Βαγγέλη. Ζητάει δανεικά 20 ευρώ. Εκείνος ανοίγει το συρτάρι, μαζεύει ό,τι έχει και το δίνει. Τα σκυλιά ασάλευτα. «Όσο μπορούμε βοηθάμε, άνθρωποι ήμαστε όλοι. Ο καθένας έχει κάτι να πληρώσει. Θα τα επιστρέψει…»
-Πριν το μαγαζί με τι ασχολήθηκες στην ζωή σου;
«Σπούδασα θέατρο και έκανα τέσσερις ταινίες με τον Gregory Markopoulos και τον Robert Beavers. Δούλεψα μέχρι το ’85 σε Παρίσι και Μιλάνο ως φωτομοντέλο. Σπούδασα παντομίμα στο Άμστερνταμ, παντρεύτηκα εκεί, έκανα έναν γιο. Εικοσιενός χρονών πλέον σπουδάζει στο Λονδίνο σχέδιο μόδας και γυρίζει τον κόσμο κάνοντας καριέρα ως μοντέλο. Το ’87 βρέθηκα να έχω έναν ραδιοφωνικό σταθμό 5kW στον Εύοσμο Ορεστιάδας. Το ’95 αγόρασα το Dada, ένα από τα πιο ιστορικά μπαρ του κέντρου της Αθήνας και σήμερα βρίσκομαι εδώ», μας λέει κάπως διστακτικά.
-Ποια είναι η άποψή σου για την Αθήνα;
«Η Αθήνα μας είναι η πιο ροκ πόλη του κόσμου. Είναι πολύ όμορφη, με τον δικό της χαρακτήρα, έντονη. Έχει τόσο ιδιαίτερες γειτονιές και μια τόσο παράλογη ομορφιά που απλά σε μαγεύει».
Ψηλά, πάνω από το ταμείο, κάτω από κάτι εικόνες αγίων, μια φωτογραφία μας τραβά το ένδιαφέρον. Είναι η Ρέγκα.
«Ήταν στην επιστροφή από ένα ταξίδι στην Κοζάνη με τον αδερφό μου, όταν βρήκαμε πρώτη φορά την Ρέγκα. Είχαμε σταματήσει σε ένα μπαρ στην Λάρισα και το σκυλί ξεπρόβαλλε μέσα από τα καλαμπόκια. Ήταν έξι μηνών και φαίνονταν τα κόκκαλά της από την ασιτία. Την ήθελε πολύ ο αδερφός μου και την πήραμε. Την βγάλαμε Ρέγκα γιατί διψούσε πάρα πολύ. Αργότερα παρουσίασε καρκίνο στην μήτρα. Της κάναμε εγχείρηση και της την αφαιρέσαμε. Το σκυλί όμως εξακολουθούσε να μην είναι καλά. Ο αδερφός μου παράγγειλε στον πατέρα μου να την κάνει ευθανασία και έφυγε διακοπές. Ο πατέρας μου όμως, την πήγε στο νοσοκομείο για μία μέρα και την πήρε πίσω. Η Ρέγκα έζησε άλλα 17 χρόνια. Ήταν η μασκότ της Αθήνας. Μάσαγε τα λάστιχα των παρκαρισμένων αυτοκινήτων. Επίσης, τα μεσημέρια που ο πατέρας μου κοιμόταν στο σπίτι, εκείνη τον ξυπνούσε όταν ερχόταν πελάτης. Κατέβαινε, εξυπηρετούσε και επέστρεφε».
-Μετά από τόσα ταξίδια, αλλαγές και σκόρδα, ποια έχεις καταλήξει ότι είναι η ουσία της ζωής;
«Να έχεις μερικές κότες για τα αυγά σου, μερικά καναρίνια να σου τραγουδούν το απόγευμα, να μπορείς να πληρώνεις τις υποχρεώσεις σου –που τα τελευταία χρόνια, δεν μπορώ να πληρώσω- και να αποβάλλεις όλο αυτό το στρες που προσπαθούν να σου επιβάλλουν από παντού. Μετά είσαι ευτυχής».
Σκόρδα Θράκης, Επικούρου 16, Αθήνα
back to main