
Ο κύριος Σωτήρης έζησε μια ζωή στη θάλασσα, ταξιδεύοντας από λιμάνι σε λιμάνι σε ολόκληρο τον κόσμο. Η γυναίκα του, η κυρία Κική, τον περίμενε υπομονετικά να γυρίσει για τέσσερις δεκαετίες. Κι αυτή είναι η συναρπαστική ιστορία τους...
O κύριος Σωτήρης, 85, και η γυναίκα του, η κυρία Κική 78, ζούνε σήμερα μαζί στην Αργυρούπολη, σε ένα σπίτι με πολλά λουλούδια. Το σαλόνι τους, με τη ζεστή και φορτωμένη αισθητική του, ασφυκτικό αλλά ζεστό, δεν διαφέρει σε τίποτα από των υπόλοιπων ανθρώπων της ηλικίας τους. Μόνο που η βιτρίνα αυτού του σαλονιού είναι γεμάτη αναμνηστικά από όλο τον κόσμο –από διακοσμητικά ελεφαντόδοντου, μέχρι μια κανάτα που κελαηδάει καθώς σερβίρει. Μετά από 40 χρόνια μηχανικός σε πλοία, ο κύριος Σωτήρης απολαμβάνει την πρώτη μπουνάτσα της ζωής του, μαζί με τα δύο παιδιά του και τα τρία εγγόνια του. Δίπλα του, η κυρία Κική έχει βρει τη δική της Ιθάκη στην παρουσία του άντρα που περίμενε τέσσερις δεκαετίες.
Σωτήρης
40 χρόνια ήμουν σε εμπορικά καράβια. Και σε επιβατικό έχω κάνει, του Λάτση που έπαιρνε ανθρώπους για τη Μέκκα να προσκυνήσουν να γίνουν Χατζήδες. Τα άλλα ήταν φορτηγά και γκαζάδικα, τάνκερ. Ήμουν μηχανικός -ξεκίνησα από τρίτος και έγινα πρώτος. Έχω ταξιδέψει σε όλα τα σημεία του κόσμου: Αμερική, Καναδά, Ν. Αμερική, Αφρική, Ρωσία, Πολωνία, Βαλτική, Ιαπωνία, Κίνα.
Έχασα τους γονείς μου όταν ήμουν τριών χρονών. Πέθανε η μητέρα μου. Ύστερα, αρρώστησε και ο πατέρας μου και πέθανε - έπαθε συμφόρηση - και έμεινα με τη γιαγιά μου. Δεν είχα που να στηριχτώ, ήταν φτωχή και αυτή. Είχα ένα θείο, ο οποίος πήγαινε στη σχολή μηχανικών -τον Ήφαιστο- και μου έλεγε «αυτό που δεν κατάφερα να γίνω εγώ» -επειδή αναγκάστηκε να σταματήσει για λόγους οικονομικούς- «θα κάνω εσένα». Αλλά δεν πρόλαβε, γιατί τον είχαν πιάσει οι Γερμανοί και όταν σκοτώθηκε ένας Γερμανός, σκότωσαν 50 ομήρους, μεταξύ αυτών και ο θείος Ανέστης.
Αυτός ήταν για μένα ο μεγάλος αδερφός, ο κηδεμόνας, ο άνθρωπος που με αγαπούσε και με στήριζε πιο πολύ από όλους, από όλη την οικογένεια. Όταν έχασα αυτόν, έχασα πολλά πράγματα, το στήριγμά μου, και πήρα αυτόν τον δρόμο. Ήμουν στο ορφανοτροφείο από τα 10 μέχρι τα 17. Και παίρνοντας την ιδέα από το θείο μου, πήγα και ρώτησα πώς μπορώ να γίνω μηχανικός. Και ξεκίνησα μόνος μου, παρόλο που ήμουν στο ορφανοτροφείο. Πήγα και έδωσα εξετάσεις.
Ξεκίνησα τα ταξίδια το 53, όταν ήμουν 26 χρονών. Είχε μια ταλαιπωρία αυτό το ταξίδι. Έπιασα το βαπόρι στη Σικελία. Πηγαίναμε για τη Βαλτιμόρη, αλλά μας έπιασε καιρός, ένας κυκλώνας. Και όπως πηγαίναμε να μπούμε στη Φιλαδέλφεια, έβγαινε ο Αμερικάνικος στόλος για να μην τους χτυπήσει ο καιρός. Μπαίναμε εμείς μέσα και ταυτόχρονα, ερχόταν ένα οπλιταγωγό. Φοβήθηκε ο καπετάνιος ότι θα τρακάρουμε και λέει «φύγετε από την πλώρη». Μέσα σε αυτή την αντάρα, νομίζανε «φούντο η πλώρη» που σημαίνει ρίξτε την άγκυρα. Πράγματι, έφυγαν από την πλώρη και έμεινε η καδένα να πέφτει ελεύθερα.
Εγώ ήμουν στα αμπάρια και σε λίγο θα σχολούσα και χτυπάει ο τηλέγραφος «ανάποδα ολοταχώς». Από το οπλιταγωγό, τηλεφώνησαν στο λιμάνι πως ένα βαπόρι κινδυνεύει και ήρθε ένα ρυμουλκό στα 50 μέτρα. Μείναμε εκεί όλη τη νύχτα. Τότε έγραψα ένα γράμμα, σε ένα φίλο μου, το Γιάννη και του είπα ότι «δεν ξέρω αν θα το λάβεις, ίσως είναι το τελευταίο μου» γιατί δεν ξέραμε αν θα ζήσουμε. Όλη τη νύχτα ήμασταν όλοι ξάγρυπνοι. Το πρώτο μου ταξίδι ήταν και δεν ήξερα αν θα ζήσω.
Ήμουν με ένα άλλο βαπόρι, τον «Τίμιο Σταυρό». Αυτό το είχαν πάρει οι Γερμανοί για να βοηθάει τα υποβρύχια τους στον Ατλαντικό. Ήταν σουηδικό. Είχαμε λοιπόν φορτώσει από τις Ινδίες και ερχόμασταν από το Κέιπ Τάουν και είχαμε διαρροή. Τραβούσαμε 350 τόνους το 24ωρο από τα διπύθμενα. Είχε πολύ κακό καιρό. Είχε μια πλώρη πολύ μεγάλη και βούταγε όλο μέσα. Το φαντάστηκα σαν ένα πληγωμένο άσπρο άλογο που το κυνηγάνε χιλιάδες λύκοι και προσπαθεί να επιβιώσει. Αντί να αφήσω το φόβο να με κυριεύσει, έπλαθα ιστορίες με τη φαντασία μου. Ήταν τέτοια η λαχτάρα και τέτοιο το μεγαλείο της στιγμής, που δεν έχει φύγει από το μυαλό μου.
Τελικά προσεγγίσαμε στο λιμάνι για να πάρουμε ανταλλακτικά και ενώ δύο ναύτες φοβόντουσαν να συνεχίσουν το ταξίδι, μάς είπαν να μείνουμε. Το πλοίο ταξίδευε αλλά ήταν επικίνδυνο. Το ένα από τα δύο παιδιά λοιπόν, όπως ήταν στην κουβέρτα, πήρε φόρα και έπεσε στη θάλασσα. Τον μάζεψαν και τον έφεραν μέσα. Έτρεμε σαν ψάρι από το κρύο –Φλεβάρης μήνας. Μετά, η θάλασσα ηρέμησε όταν μπήκαμε στον Ατλαντικό. Το Κέιπ Τάουν το λένε νεκροταφείο των βαποριών.
Δεν μίσησα τη θάλασσα, τη σεβάστηκα. Τη θάλασσα πρέπει να τη σέβεσαι όπως ένα δυνατό αντίπαλο. Αν δεν την σεβαστείς, θα βρεις τον μπελά σου, θα χάσεις. Αν την σεβαστείς, μπορεί και να κερδίσεις. Πηγαίναμε στην Κίνα εμείς και ένα άλλο καινούργιο βαπόρι. Πέσαμε σε θάλασσα, όταν αυτός ήταν 100 μίλια μπροστά μας. Αυτό δεν σεβάστηκε τη θάλασσα και δεν έκοψε ταχύτητα. Ε, μια, δύο τρεις, καρφώθηκε το βαπόρι και πήρε όλο το πλήρωμα κάτω. Εγώ ήμουν με πιο παλιό βαπόρι. Πάθαμε και ’μεις ζημιά αλλά κατορθώσαμε να φτάσουμε.
Μού έκαναν εντύπωση οι διαφορές του κόσμου. Ο κάθε λαός έχει τη νοοτροπία του. Στην Αμερική μου είπαν «θες να μείνεις εδώ;» και είπα όχι. Άλλος θα έλεγε ναι. Δεν μου άρεσε ο τρόπος ζωής. Πολύ μηχανοποιημένος μου φάνηκε. Εγώ φανταζόμουν αλλιώς την έννοια της ζωής. Εκεί υπήρχαν δουλειές και καλή ζωή, αλλά εμένα δεν με τράβηξε για να θέλω να μείνω. Μου άρεσε πάντα η πατρίδα μου για να γυρίζω και ελεύθερος που ήμουνα.
Έχω αγοράσει πάρα πολλά πράγματα. Παιχνίδια για τα παιδιά μου από την Ιαπωνία… Μια παραμονή Χριστουγέννων, γιορτές, τα έβαλα στο δωμάτιο μου και στο μαγνητόφωνο που είχα αγοράσει τους έλεγα «Να ένα πολυβόλο που το κρατάει ένας καλός στρατιώτης». Ύστερα, «να ένας γαλατάς που κουβαλάει το γάλα το πρωί για τα παιδιά –σε μια μοτοσικλέτα τρίκυκλη». Και το μαγνητόφωνο έγραφε. «Να το τρενάκι» και αυτό το έβαλα στο τέλος για να τους πω το αντίο καθώς φεύγει: «γειά σας, γειά σας». Ταξίδευα μακριά. Τα παιδιά μου τα έβλεπα στο χρόνο ή στα δύο χρόνια.
Στα βαπόρια μπορεί να δεις ένα σωματαρά να κλαίει σαν μωρό παιδί γιατί θυμήθηκε την οικογένειά του. Αυτές οι ώρες για τους ναυτικούς είναι δύσκολες. Εκεί νιώθουν την έλλειψη της οικογένειας, τη μοναξιά, την ταλαιπωρία.
Μπορεί να ταλαιπωρήθηκα. Ε, δουλειά είναι, μπορεί να γίνει χωρίς κόπο; Μπορεί να έχει κόπο και θυσίες και λαχτάρες πολλές, αλλά έτσι μπόρεσα να σπουδάσω δύο παιδιά και να φτιάξω ένα σπίτι μόνος μου. Κουράστηκα και λαχτάρησα, αλλά ήμουν λογικός και ψύχραιμος. Ο φόβος και ο πανικός είναι ό,τι χειρότερο. Τώρα έχω τελειώσει. Αρκετά. Δεν τη μισώ, αλλά δεν έχω τη διάθεση να πάω να κάνω τη βουτιά μου. Μπορεί να κάτσω στην άκρη να τη χαζεύω σαν μια παλιά αγαπημένη. Δεν τη λαχταράω. Εξακολουθώ και βλέπω βαπόρια στον ύπνο μου. Ότι πάω να πιάσω δουλειά και δεν με δέχονται. Αυτό ήταν πάντα το άγχος μου: να μην μείνω χωρίς δουλειά.
Στα τόσα χρόνια της ζωής μου, μια φορά έχω δει στον ύπνο μου τη μάνα μου και μία τον πατέρα μου. Στη μάνα μου, ήμουν, λέει, στα Τουρκοβούνια, όπου βλέπω μια γυναίκα μαυροφορεμένη και τής λέω «γιατί με άφησες;». Με είδε έτσι και προσπέρασε. Toν πατέρα μου, τον είδα να έρχεται, κρατώντας ένα μωρό παιδί. Με ένα γκρίζο κοστουμάκι, όμορφος, 30 χρονών. Εγώ έτρεξα και τον αγκάλιασα. Δεν θυμάμαι να είπαμε καμιά κουβέντα. Δεν τον έχω ξαναδεί. Να ένα παράπονο που μπορεί να έχω από τη ζωή.
Επειδή τα κατάφερα καλά, καμιά φορά νιώθω ότι κάποιο χέρι με προστάτευε. Έφτασα στα 85. Δεν είναι εύκολο. Εγώ πιστεύω ότι υπάρχουν τα καλύτερα –τα πολύ καλύτερα- αλλά υπάρχουν και τα χειρότερα. Τη ζωή τη βλέπω σαν ένα μαραθώνιο. Ξεκινάνε πολλοί και τρέχουν. Ένας θα είναι πρώτος, άλλος δεύτερος, φτάνει να μην είσαι στο τέλος.
Σταμάτησα να ταξιδεύω το ’92. Τώρα κάνω τον αγρότη. Έχω τα λουλούδια μου, στην ταράτσα τα έχω φυτεμένα. Δεν νιώθω την έλλειψη να μπω σε ένα βαπόρι, να πάω ένα ταξίδι. Προτιμώ το σπίτι μου. 40 χρόνια ταξίδευα με μια βαλίτσα. Το βράδυ έπεφτα στο κρεβάτι με μια καθαρή φόρμα και το φακό δίπλα μου. Είδα και χόρτασε το μάτι μου. «Εγέρασα μωρέ παιδιά 40 χρόνια κλέφτης, τον ύπνο δεν εχόρτασα, θέλω να ξαποστάσω».
Έχει ιστορίες η ζωή. Αυτή είναι η ιστορία μου.
Κική
Την πρώτη φορά που έφυγε, μου στοίχισε τόσο πολύ που έχασα τη φωνή μου. Ήμουν κοπέλα, 28 χρονών. Όταν έπεφτα να κοιμηθώ δεν έλεγα «θα έρθει σε ένα χρόνο», αλλά σε 365 μέρες, και ένιωθα ότι το κεφάλι μου να μεγαλώνει από αυτή τη σκέψη. Μετά ήρθαν τα παιδιά και είχα άλλες ασχολίες. Μια φορά με ρώτησε τι δώρο ήθελα να μου φέρει όταν θα γυρνούσε. Εγώ, μικρή τότε, του ζήτησα μια κούκλα. Μου απάντησε «θα προσπαθήσω να σε κάνω μαμά». Αρχικά όταν βγαίναμε βόλτα δεν μου έπιανε ούτε το χέρι. Γιατί φοβόταν πως θα στεναχωριόμουν άμα πάθαινε κάτι.
Πήγαμε μια φορά στην Νιγηρία, στην Μπιάφρα, και επειδή ήθελα να πατήσω στην Αφρική, είπα σε ένα καμαρώτο να πάμε έξω. Κάτσαμε σε κάτι καλύβες, σε ένα καφενείο. Πήραμε μια πορτοκαλάδα που με το που την άνοιξα μπήκανε μέσα μύγες. Δίπλα μου καθόταν μία κοπέλα με ένα μωρό και όταν με είδε άσπρη και ξανθιά με κοίταζε αποσβολωμένη. Όταν σχόλασαν τα παιδιά από το σχολείο, με είδαν και άρχισαν να φωνάζουν «Μαρία, Μαρία!». Ρώτησε ο καμαρώτος στα γαλλικά γιατί φωνάζανε Μαρία. Λέει «Γιατί η μόνη λευκή γυναίκα που έχουν δει, είναι η Παναγία».
Ήμουν η μόνη γυναίκα εκεί. Όταν φτάσαμε στη Νιγηρία, ήμουν στο σαλόνι. «Κυρία Κική, εσείς να πάτε πάνω;», άρχισαν και μου έλεγαν. Λέω «γιατί ρε παιδιά να πάω πάνω». «Ε, τώρα θα έχουμε επισκέψεις», μού έλεγαν. Έφερναν λοιπόν οι μαύροι τις κοπέλες τους, τις κόρες τους, τις αδερφές τους. Εγώ πήγα πάνω και παρακολουθούσα από το παράθυρο τι γίνεται. Έβλεπα τους πιτσιρικάδες να κυκλοφορούν με τις μασχάλες γεμάτες τσιγάρα, γιατί κάθε φορά ήταν και μία κούτα τσιγάρα – έτσι πληρώνονταν. Έκαναν και γλυκά, γαλατομπούρεκα, κέικ να κεράσουν τα κορίτσια. Ερχόντουσαν κάτι κοπελάρες… Οι περισσότερες φορούσαν άσπρα ρούχα σκιστά μέχρι πάνω –ονειρεμένα σώματα.
Ο ένας μου γιος κοιμόταν μαζί μου όταν έφυγε ο μπαμπάς του. Όταν γύρισε κάποια στιγμή ο μπαμπάς του –θα ήταν 2,5 χρονών το παιδί- την άλλη μέρα έκανε 40 πυρετό, χωρίς τίποτα. Ο γιατρός είπε ότι είδε τον πατέρα του και ζήλεψε. «Έπαθε σοκ επειδή σε είδε να κοιμάσαι με τον πατέρα του».
Όταν ερχόταν δεν ένιωθα χαρά, γιατί ένιωθα ότι θα ξαναφύγει. Μια φορά -ήταν παραμονή Πρωτοχρονιάς- είχε ανέβει στον πολυέλαιο να αλλάξει λάμπα και τον πήραν τηλέφωνο να φύγει την επόμενη μέρα. Η ζωή της γυναίκας του ναυτικού είναι πολύ δύσκολη. Να έχεις γέννες και να μην είναι εδώ ο άντρας σου. Το ευτύχημα με μένα είναι ότι από παιδί ήμουν του «μέσα». Δεν μου έλειπαν οι βόλτες μου. Μου έλειπε εκείνος.
back to main