Ζωα και φυτά και άλλα πράγματα 8
Στέλιος Παπαγρηγορίου

Το σχεδόν σουρωμένο αξολότλ.

Το σχεδόν σουρωμένο αξολότλ,

δεν γούσταρε πολλά πολλά.

Είπε πως είναι καιρός να πέσουν οι μάσκες.

Την είδε που χαμογέλασε, λες και ήξερε τα πάντα και το σουρωμένο αξολότλ  μανούριασε κανονικά και αν ήταν άλλο θα της έριχνε κανά δυο σφαλιάρες γιατρικιές.

Η καβλωμένη και ξενερομπερδεμένη αξολοτλίνα απέναντι του.

Το σχεδόν σουρωμένο αξολότλ σκέφτηκε πως το δέρμα της είναι κόκκινο και άσπρο μαζί.

Άναψε ένα τσιγάρο,

Ήπιε ρακή.

Σκέφτηκε πόσο μαλάκας και κορόιδο υπήρξε σε όλη του την αξολοτλοζωή.

Είναι καιρός να πέσουν οι μάσκες.

Άλλωστε, σκέφτηκε το σουρωμένο αξολότλ, ένα πρωί παγωμένο θα με βρούνε, τέζα ανάμεσα σε λεκάνη και νιπτήρα,

και η μπόχα θα κερνάει αβέρτα τους αχώνευτους γείτονες μέσα από το φωταγωγό.

Της είπε με ίσια και βαριά φωνή:

«Η συναισθηματική σου χούντα δεν θα περάσει».

«Τι», είπε εκείνη.

«Στ’ αρχίδια μου», είπε το σχεδόν σουρωμένο αξολότλ.

«Τι είμαι για σένα δηλαδή», είπε εκείνη αναψοκοκκινισμένη έτοιμη να πέσει σαν δοκάρι από οικοδομή.

«Καινούριο που έγινε παλιό μέσα σε μια νύχτα».

Κάποιος έβαλε τα γέλια και δεν ήξερε αν ήταν το δικό του γέλιο ή το δικό της ή κάποιου άλλου τρίτου καριολόπουστα.

Το σχεδόν σουρωμένο αξολότλ

κούμπωσε τρεις βαλεριάνες και αφουγκράστηκε το κεφάλι του που έπλεε επικίνδυνα μέσα σε έναν βαθύ και άγνωστο ωκεανό από μπαμπάκι.



back to main