Ο τελευταίος Πειραιώτης οργανοποιός
Φιλίππα Δημητριάδη

Ο Στέλιος Σκεντερίδης έφτιαξε μπουζούκια για τον Τσιτσάνη και τον Βαμβακάρη και ασχολείται με την κατασκευή οργάνων μία ζωή. Το ough! τον επισκέφτηκε στο εργαστήριό του στον Πειραιά και μίλησε με τον ίδιο και τον γιο του -τον Μιχάλη- που έχει αναλάβει πια την επιχείρηση.  

Φωτο: Manteau Stam

Είναι μόλις 2 του Μάη και το θερμόμετρο στο λιμάνι του Πειραιά δείχνει 30 βαθμούς. Μέσα στον ήλιο και το κάμα -που ‘λεγαν και τα σχολικά μας βιβλία– ψάχνουμε την οδό Αλιπέδου, προσπερνώντας πλανόδιους πωλητές και βιαστικούς περαστικούς και ρωτώντας από περίπτερο σε περίπτερο. Τελικά, σε ένα στενό πίσω ακριβώς από τον σταθμό του τρένου, βρήκαμε αυτό που αναζητούσαμε: το ιστορικό μαγαζί του Στέλιου Σκεντερίδη, του πιο παλιού μάστορα μπουζουκιών του Πειραιά.

Η μεγάλη επιγραφή του καταστήματος ξεπροβάλει απ’ την αρχή του δρόμου. Καθώς μπαίνουμε αντικρίζω τον κύριο Σκεντερίδη πίσω απ’ τον πάγκο του. Η παρουσία του είναι επιβλητική, όπως αρμόζει σ’ έναν άνθρωπο που υπηρέτησε τα μεγάλα ονόματα του λαϊκού και του ρεμπέτικου τραγουδιού κι έχει μια ζωή χορτάτη. Μας καλοσωρίζει δίνοντάς μου το χέρι του. Η χειραψία του είναι δυνατή και το χαμόγελό του ζεστό. Μου συστήνει το γιό του, Μιχάλη Σκεντερίδη, και με μια υποψία περηφάνιας στη φωνή μου λέει: «Αυτός είναι το αφεντικό τώρα και οφείλει να συνεχίσει την παράδοση!».

Πιάνουμε την ιστορία απ’ την αρχή. Ο πατέρας του κυρίου Στέλιου, Μιχαήλ Σκεντερίδης, από την Καισάρεια της Καππαδοκίας, ήρθε το ’22 από τη Μ. Ασία στον Πειραιά και άνοιξε το πρώτο εργαστήριο μουσικών οργάνων στην πόλη. «Ήταν ο ένας απ’ τους πέντε πρώτους μαστόρους του κόσμου. Μάλιστα, ένα όργανο κατασκευής του από το 1900, εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο. Από τα χέρια του περάσανε όλοι οι μουσικοί.». Το ’49 αναλαμβάνει ο ίδιος. Ήταν τότε 15 χρόνων και όπως και ο πατέρας του κατασκευάζει κάθε όργανο από το μηδέν. «Πλέον τις κιθάρες και τα υπόλοιπα όργανα τα εισάγουμε από την Κίνα, αλλά πάντα με τις δικές μου προδιαγραφές. Εγώ τους λέω τι θα φτιάξουν. Τα μπουζουκοειδή τα φτιάχνω ακόμη εγώ, εδώ πέρα» λέει, δείχνοντάς μου τον πάγκο εργασίας του. Ούτε εργαστήρια, ούτε τίποτα. Μια παραλληλόγραμμη επιφάνεια με τα απαραίτητα υλικά αρκεί. Εκείνη την ώρα είχε καταπιαστεί με μια κρητική λύρα.

Πάνω στο τζάμι της προθήκης που φυλάει τις πένες, έχει πολλές φωτογραφίες και αυτόγραφα από τα μεγαλύτερα ονόματα του λαϊκής μουσικής [οι περισσότεροι δεν ζουν πια]. Φωτογραφία με τον Καζαντζίδη, αυτόγραφό από την Πόλυ Πάνου… Τον ρωτώ, λοιπόν, για ποιούς μεγάλους μαέστρους έχει μαστορέψει. «Για το Μάρκο, το Μητσάκη, τον Τσιτσάνη… Με τον Τσιτσάνη ήμασταν πολύ φίλοι, το ’65 πήρε το δικό μου μπουζούκι στα χέρια του. Μετά είναι ο Κόρος, ο Κοινούσης, ο Μόσχος, ο Γενίτσαρης, ο Σεκίν Μορέν –μεγάλος Τούρκος μαέστρος- ο Μουντάκης και πολλοί άλλοι. Έπειτα ήμουν και μουσικός το βράδυ. Έπαιζα κιθάρα. Όποτε τύχαινε καμιά δουλεία πήγαινα». Βρίσκω την ευκαιρία να τον ρωτήσω τι πιστεύει για το λαϊκό τραγούδι σήμερα. «Τώρα πια δεν υπάρχει λαϊκό τραγούδι, είναι δραματική η κατάσταση. Δεν την ακούω αυτή τη μουσική».
Στον τομέα του υπάρχουν άραγε καινούργιοι αξιόλογοι μάστορες; «Είναι μια δύσκολη τέχνη. Γίνονται βέβαια καινούργιοι μάστορες αλλά έχουν άλλα μεράκια. Το παραδοσιακό εξαλείφεται σιγά–σιγά», λέει με παράπονο.

Τον ρωτάω πώς πάει σήμερα η επιχείρηση, είναι μια ερώτηση που δεν μπορώ να παραλείψω. Αν η κρίση τους έχει επηρεάσει. «Προσπαθούμε να χαμηλώνουμε το κόστος, γιατί η κατασκευή είναι δύσκολη. Παλεύουμε για πιο φθηνά πράγματα συνέχεια», λέει. «Γι αυτό έχουμε βάλει την Κίνα τόσο πολύ μέσα στο παιχνίδι, για να μπορούμε ν’ ανταπεξέλθουμε. Οι κιθάρες -να φανταστείς εισάγονται- στα 45 ευρώ. Όσο γι αυτά που φτιάχνουμε εμείς, ένα μέσο μπουζούκι κοστίζει γύρω στα 220 ευρώ, αλλά πλέον σκοπεύουμε να το ρίξουμε στα 180 ευρώ. Τώρα οι κιθάρες φεύγουν πιο πολύ επειδή είναι πιο οικονομικές» «Η μουσική δε θα σταματήσει ποτέ! Απλά όλοι ψάχνουν πλέον για πιο οικονομικά κομμάτια. Πάντα θα ακούμε μουσική και πάντα θα υπάρχει κόσμος που θα έχει ινδάλματα και θα θέλει ν’ ασχοληθεί να γίνει σαν κι αυτούς».
Στο εξωτερικό σέλνετε;
«Κάποτε ναι, στέλναμε. Στην Αμερική τα στέλναμε 200–200 τα κομμάτια! Μετά που χτυπήθηκε το δολάριο σταμάτησαν ν’ αγοράζουν.»

Την ώρα που μας δείχνει όργανα και παλιές φωτογραφίες στο μαγαζί μπαίνουν νεαροί μουσικοί που ψάχνουν υλικά για την κιθάρα ή πιάτα για ντραμς. Λίγο πριν φύγουμε, ρωτάω αν ο Μιχάλης, ως νεότερος, έχει κάποιες ιδέες για να εκσυγχρονίσει την επιχείρηση. Πατέρας και γιός είναι αμετάκλητοι στις θέσεις τους: «Να το εκσυγχρονίσω; Πώς; Ν’ αλλάξω τη διακόσμηση, ας πούμε; Αποκλείεται! Αυτό είναι η γλύκα του, αν το χαλάσεις πάει… Ούτε θα έφευγε ποτέ το μαγαζί από τον Πειραιά». Εκεί παρεμβαίνει ο κ. Στέλιος λέγοντας: «Το ντεκόρ όσο ζω θα μείνει αυτό, και όποιος θέλει να με βρει θα ‘ρθει εδώ!». Με αυτόν το χαρακτηριστικό τρόπο σφράγισε τη κουβέντα μας.

Έπειτα σηκώθηκε και φώναξε το γιο του να ‘ρθει κοντά. Πέρασε το χέρι του στον ώμο του γιού του και τον αγκάλιασε σφιχτά έτσι ώστε να απαθανατίσουμε τις δύο γενιές Σκεντερίδων στο μαγαζί της ζωής τους.

Μιχάλης Σ. Σκεντερίδης, Αλιπέδου 12 Πειραιάς, 210-4177556



back to main