Γιώργος Τρομάρας: Στα Ίχνη Της Χαμένης Αεροψαλίδας
Μάκης Παπασημακόπουλος

Η νυχτερινή συζήτηση με τον γίγαντα των ρινγκ στα «πρότυπα γυμναστήρια-club υγείας» του στην Παιανία ήταν η αφορμή να θυμηθεί μια ζωή στο «παρά τρίχα», με ιστορίες για μάχες στα κατς, τρελούς δικτάτορες και τον Αμίν Νταντά*.  

Φωτο: Manteau Stam.

Τα πρώτα βήματά μου ως θεατής της πάλης χάνονται στα βάθη των αιώνων. Ίσως όχι τόσο απύθμενα όσο ακούγεται ή όσο λέω, αλλά σίγουρα την εποχή που βλέπαμε τζάμπα δορυφορική τηλεόραση, πράγμα που σημαίνει ότι άστο καλύτερα, τι να σου λέω τώρα, θα φανεί και ηλικία μου και δεν θέλω να νομίζει ο κόσμος ότι είμαι πάνω από είκοσι εφτά βαριά βαριά, δύο τρία χρόνια μεγαλύτερος από την Ζωζώ κοινώς.

Ενθυμούμαι να βλέπω τους Ρόκερς, τον Χάλκ Χόγκαν και άλλες τέτοιες μορφές με τις οποίες δεν θέλω να σας κουράσω, ενθυμούμαι να μου λένε οι γονείς μου ότι είμαι ηλίθιος αλλά δεν είμαι σίγουρος ότι αυτό είχε να κάνει με το γεγονός ότι έβλεπα πάλη. Πάλη βέβαια όταν λέμε δεν εννοάμε την ελληνορωμαϊκή, που σπρώχνονται δύο τύποι και κάποιος κερδάει πόντους και κάποιος αφήνει, πάλη εννοάμε το κατς όπως το λένε οι περισπούδαστοι, το υπερθέαμα που το ρινγκ γέμιζε με θερία όρθια, με άτομα larger than life που λέμε στα καφενεία, που αμολιόσαντο από τα ύψη και πέφτανε κάτω και ξανάμανα όρθιοι και φτου και από την αρχή και αεροψαλίδες και ποδοκλειδαριές και ένα σωρό άλλα που εμείς τα κοζάραμε και τα βλέπαμε για πανηγύρι, αλλά οι του ρινγκ τα έκαναν και έχαναν ποδάρια και σβέρκους.

Από εκείνο το σημείο, το να είμαι στα του σχολείου και να βλέπω κατς στην τηλεόραση, μέχρι το τωρινό, όπου βρέθηκα στην Παιανία να ψάχνω το γυμναστήριο του Γιώργου Τρομάρα πέρασαν διάφορα. Τα μαλλιά μου μάκρυναν και ξανακόντυναν, απέτυχα στα περισσότερα πράγματα στην ζωή μου (μεταξύ των οποίων και ένα καταστροφικό σοκολατένιο σουφλέ το 2005), αλλά η απροσδιόριστη αγάπη μου για το θέαμα που λέγεται κατς δεν είπε να σβήσει ποτέ.

Για τον Γιώργο Τρομάρα βέβαια τα πράγματα δεν ήταν ούτε τόσο απλά, ούτε τόσο εύκολα. Και σαφέστατα ούτε τόσο ελαφριά. Άλλωστε το βαρύ σκαρί το είχε από μικρή ηλικία. Τότε που πιτσιρίκι ακόμα, το 1957, ένας πλανόδιος μασίστας, φτάνει στο χωριό του, την Αγία Σοφία και διακρίνει το «χτίσιμό» του ανάμεσα στα άλλα παιδιά του χωριού που κοιτούσαν τον γίγαντα που λύγιζε λεπίδια στο στομάχι του να τους μιλάει για την δύναμη και την παλικαριά.

Οι δύο αυτές λέξεις, απλές και πολυχρησιμοποιημένες, είναι δύο λέξεις που αρέσουν στον Γιώργο Τρόμαρα. Τις ακούς πολύ συχνά να φεύγουν από το στόμα του, λες και κάθε πρόταση τις χρειάζεται. Τις έχει ανάγκη. Λογικό, αν σκεφτείς ότι σύμφωνα με αυτές έχει πορευτεί. Αν υπήρχε δύναμη και παλικαριά όλα τα υπόλοιπα ας μην υπήρχαν. Ας μην υπήρχαν τα γράμματα που παραδέχεται ότι δεν τα έπαιρνε, ας μην υπήρχε το μυαλό για να κρατήσει τα λεφτά που πέρασαν από τα χέρια του, ας μην υπάρχει και η ασφάλεια που ίσως αξίζει και του οφείλουν καθώς βαδίζει πια στο 65ο έτος της ηλικίας του.

Τον ακούω να μιλάει για φιγούρες που έχω ακουστά μόνο. Είπαμε, είμαι λίγο μικρότερος από την Ζωζώ, στον Τρομάρα και στον Σουγκλάκο σταματάω, πιο πέρα δεν πάει η μηχανή. Ανατρέχει ξανά και ξανά στον Λιόντο, στον Καρπόζηλο, στον Λαμπράκη, στον Αρμάο, στον Καριστινό. «Παλαισταράδες, λιοντάρια, προσωπικότητες που δεν ξαναβγαίνουν». Χωρίς να έχω ζήσει αυτές τις εποχές, συμφωνώ μαζί του. Ναι, δεν τις έχω ζήσει, αλλά έχω διαβάσει για εκείνες. Την εποχή που η μπάλα ήταν ακόμα ερασιτεχνικό πανηγυράκι στην Ελλάδα (και που ακόμα είναι εδώ που τα λέμε, όσα κοστούμια και να της βάλεις και όσο Σουπερλίγκα και να την πεις), την εποχή που τις συγκρούσεις του νεαρού τότε Τρομάρα με το εκάστοτε «λιοντάρι» τις διάβαζες στις εφημερίδες και τις άκουγες στα καφενεία, αν δεν ήσουν δηλαδή εκεί να τις βλέπεις μαζί με 20.000-30.000 ακόμα παλαιστικές ψυχές.

Κατά τον ίδιο, την πάλη την σαμποτάρισε το ποδόσφαιρο που είχε καβατζάρει όλα τα κόζα. Τα λεφτά, την προβολή, τους κατάλληλους ανθρώπους. Οι παλαιστές δεν μπόρεσαν να αντιταχθούν σε αυτό. Πως άλλωστε να πολεμήσεις μια καλοδουλεμένη μηχανή με αεροψαλίδες; Δύσκολα πράγματα. Πόσο μάλλον όταν έχεις στο νου σου ότι από στιγμή σε στιγμή, κάτι πάει στραβά και βρίσκεσαι αγκαλιά με τον Χάρο. Ο Τρομάρας θυμάται να έχει βρεθεί αγκαζέ με τον μαυροντυμένο δρεπανυφόρο γύρω στις δέκα φορές. Και άλλες τόσες από νούμερα δυνάμεων. Ούτε γιατροί τότε, ούτε νοσοκομειακά του ΕΚΑΒ, ούτε τίποτα. Μόνο ένα κάρο χέρια να σε σηκώνουν από το τσιμέντο που έσκαγες με το κεφάλι και να σε κουνάνε και να σε βαράνε για να σε συνεφέρουν. Η ατάκα του κάπως μελαγχολική, αλλά ταυτόχρονα και απόλυτα ταιριαστή στον άνθρωπο Τρομάρα: «αυτή η στάνη που διάλεξα αυτό το γάλα έβγαζε».

Απίστευτα για την ζωή που έχει κάνει και για το πώς μια χώρα που έπινε νερό στο όνομα του όταν την διασκέδαζε, τώρα δεν δίνει και πολύ σημασία, δεν βγάζει φαρμάκι, γκρίνια. Σε αυτό δεν θυμίζει τον μέσο Έλληνα. «Πικρία υπάρχει», παραδέχεται. «Οπωσδήποτε όταν παλεύεις και προσφέρεις στον τομέα σου και η πολιτεία αδιαφορεί φυσικά και θα έχεις πίκρα. Όταν είσαι στα πάνω σου τους έχεις όλους γύρω σου. Όταν μένεις μόνος σου με τα κουσούρια που σου αφήνει η πάλη, σε πιάνει μια πίκρα. Θέλησα κάποτε να βγάλω μια ασφάλεια ζωής και βγήκε ένας από αυτούς και μου είπε κύριε Τρομάρα δεν γίνεται, θα σας θέλαμε για πελάτη και θα ήταν τιμή μας αλλά το επάγγελμά σας είναι επικίνδυνο. Τον κοίταξα καλά – καλά και του λέω, και τι ασφαλίζετε εδώ, περιπτεράδες και ψιλικατζήδες;»

Και που τα λέει αυτά τα στενάχωρα δεν μασάει και ιδιαίτερα. Γελάει, σπάζοντας για λίγο τον ρυθμό του, ένα καλοδουλεμένο μουγκρητό που τρέχει ακατάπαυστα, σαν μηχανή σε ρελαντί, που μέσα σε μισή ώρα έχει προλάβει να τρέξει από τα εννιά του χρόνια, τότε που εξασκούσε την δύναμή του σηκώνοντας κούτσουρα και μουλάρια ως άλλος Ηρακλής, μέχρι τα τώρα, στην δύση μια καριέρας που τον πήγε μέχρι τις άκρες του κόσμου και τον άφησε εδώ σε ένα μικρό, αλλά ζεστό γυμναστήριο που τρέχει μαζί με τον γιό του, τον Κώστα.

Τον Κώστα (ή Κωστάκη όπως τον θυμόμουν εγώ), τον είχα δει τελευταία φορά στην Επιστροφή των Καθαρμάτων του Φωκίωνα Μπόγρη, σε ένα μικρό πέρασμά του, λίγο πριν τον κινηματογραφικό «θάνατο» του Γιώργου στα χέρια του Απόστολου Σουγκλάκου. Κωστάκη δεν τον λες πια. Έχω την εντύπωση ότι σωματικά ξεπερνάει σε διάπλαση τον Τρομάρα σίνιορ στα ντουζένια του, κάτι που μου επιβεβαιώνει και ο περήφανος πατέρας που μου εγγυάται ότι πρόκειται για «τέρας δυνάμεων», ικανός να ανταποκριθεί ακόμα και στα νούμερα δύναμης που συνέδεσε με το όνομά του ο Γιώργος Τρομάρας. Απλά αυτό δεν είναι κάτι με το οποίο χρειάζεται να ασχολείται ο Κώστας. Ο πατέρας του έχει ξηλώσει σούστες, έχει σηκώσει βάρη και έχει τραβήξει αμάξια για κάμποσες μεταγενέστερες γενιές Τρομαραίων.

Αναρωτιέμαι αν η ιστορία του ελληνικού κατς θα τελειώσει με τον Γιώργο Τρομάρα. Είναι άλλωστε ο τελευταίος των ακόμα ακμαίων των πάλαι ποτέ «λιονταριών» του ρινγκ. Ο τοίχος του γυμναστηρίου του, μπροστά από τον οποίο ποζάρει περήφανα με τον γιό του λίγο πριν τους αποχαιρετήσουμε, είναι γεμάτος από πρόσωπα και στιγμές που πέρασαν, έζησαν και έφυγαν, χωρίς όμως να έχουν αφήσει ως έπρεπε το αποτύπωμά τους στην χώρα η οποία τα γέννησε. Εκνευρίζομαι λίγο. Εγώ την γουστάρω την αεροψαλίδα διάολε. Γιατί να μην την θυμάται κανένας; Γιατί καθώς ένας ένας οι μαχητές του ρινγκ αποχωρούν από την σκηνή, αυτή σκηνή να μένει άδεια; Τι καλύτερο έχουμε στην θέση του;

Ίσως τις απαντήσεις και την δικαίωση να την βρούμε στα απομνημονεύματα του Γιώργου Τρομάρα τα οποία περπατάνε ήδη τον δρόμο τους και σύντομα θα ψάξουν να βρουν εκδότη. Για την ώρα, μένουν σε ένα τετράδιο, που μοιάζει με αυτά που είχα στο δημοτικό, με το μπλε πλαστικό εξώφυλλο, γραμμένα στο χέρι, σε ένα γραφείο ενός γυμναστηρίου στην Παιανία.

Εκεί που η αεροψαλίδα του Γιώργου Τρομάρα ακόμα ζει και βασιλεύει. Και ενίοτε φέρνει τούμπα κανέναν τελεμέ. Ας πρόσεχε. Ο τελεμές.

*λεπτομέρειες στα απομνημονεύματά του "Γιώργος Τρομάρας, 50 χρόνια, η ιστορία της ζωής του" που κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Επτάλοφος. 



back to main