Όταν το Electronic Beats ήρθε στην Αθήνα
Μαρία Παππά

Μία συνέντευξη με το διευθυντή του βερολινέζικου free press Electronic Beats.

Το Electronic Beats είναι ένα αγγλόφωνο τριμηνιαίο free press με βάση το Βερολίνο, -μέρος ενός γενικότερου μουσικού πρότζεκτ με κύριο χρηματοδότη την Deutsche Telekom- που ασχολείται κυρίως με αυτό που λέει κι ο τίτλος του: με την ηλεκτρονική μουσική. Στις αρχές Οκτωβρίου η συντακτική ομάδα του περιοδικού βρέθηκε στην Αθήνα για να ετοιμάσει ένα πολυσέλιδο αφιέρωμα στην πόλη, το οποίο υπάρχει δημοσιευμένο στο χειμερινό τους τεύχος που μόλις κυκλοφόρησε, και είχαμε την ευκαιρία να τους γνωρίσουμε. Τους συναντήσαμε στην ταράτσα Bios την ημέρα που στο ισόγειο έπαιζε η Maria Minerva, πιάσαμε την κουβέντα και καταλήξαμε στις Κούκλες (δεν προλάβαμε να δούμε καθόλου τη Maria, σόρι Maria). Στην Αθήνα έμειναν περισσότερες μέρες από όσο είχαν προγραμματίσει γιατί έπεσαν σε απεργίες στο αεροδρόμιο, αλλά πρόλαβαν να δουν αρκετά πράγματα του κέντρου και την ώρα που έπαιρναν τις συνεντεύξεις, ο Μαξ Νταξ, ο διευθυντή του, βρήκε το χρόνο και έδωσε μια συνέντευξη στο ough! 

Φωτο: Manteau Stam.

Έμαθες καθόλου ελληνικές λέξεις κατά τη διάρκεια της διαμονής σου εδώ, Max;
Pou einai to krasi?

Μόνο αυτές;
Pou einai to ouzo? Pou einai to kebab? (γέλια)

Μου φαίνεται ότι τα Ελληνικά σου περιορίζονται μόνο στο φαγητό και τα ποτά!
Όταν ταξιδεύω, σχεδόν πάντα περιφέρομαι στα μέρη όπου τρώω. Σε μέρη που μου προτείνουν ή που ξέρω ήδη. Βασικά, είναι αρκετό για μένα να ξέρω μια καλή ταβέρνα ή ένα ουζάδικο στην πόλη. Με κάνει ευτυχισμένο. Σπάνια προσπαθώ να δω τα αξιοθέατα που θέλουν όλοι να δουν. Τυχαίνει να ταξιδεύω στο Παρίσι και να μην έχω δει καν τον Πύργο του Άιφελ ή να μείνω τρεις μέρες στη Ρώμη χωρίς να επισκεφτώ το Κολοσσαίο. Αυτό φυσικά δεν είναι σημάδι ασέβειας. Απλά με ελκύουν περισσότερο οι άνθρωποι σε μια πόλη. Και συνήθως με πάνε σε μπαρ ή σε εστιατόρια και σε μεταμεσονύκτια σημεία που μπορείς να βρεις υποκουλτούρες. Συγκεκριμένα μου αρέσει να πηγαίνω σε μέρη που οι μεγαλύτεροι σε ηλικία αισθάνονται βολικά. Παλιά μπαρ ή παραδοσιακά στέκια. Όταν ήρθα στην Αθήνα, ήθελα να δω μόνο ένα πράγμα. Ήθελα να βρω ένα μέρος που να παίζουν παλιά ρεμπέτικα. Είχα αυτή την ρομαντική ιδέα στο κεφάλι μου ότι θα συναντούσα ρεμπέτες στα παλιά μέρη που σύχναζαν – ανθρώπους που είχαν ζήσει τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο  και που ακόμη κάνουν μαριχουάνα και παίζουν ρεμπέτικα. Όλοι όμως μου είπαν ότι αναζητούσα φαντάσματα του παρελθόντος. Οι ρεμπέτες δεν ζουν πια. Δεν παίζουν πουθενά. Αλλά έτσι είναι. Συμβαίνει καμιά φορά να συνειδητοποιείς ότι η ιδέα που έχεις για ένα μέρος είναι κάτι που αφορά το παρελθόν – όπως ένα μαυρόασπρο φιλμ του Roberto Rosselini που δεν έχει καμιά σχέση με τη σημερινή Ρώμη ή τη Νάπολη. Παρεμπιπτόντως, η Αθήνα μου θυμίζει πολύ τη Νάπολη και ακόμη περισσότερο το Παλέρμο.  Λατρεύω το Παλέρμο, μου αρέσει ιδιαίτερα αυτή η τυπική νότια κουλτούρα του να παίρνεις πάντα ταξί για να μετακινείσαι από το ένα μέρος στο άλλο. Μου αρέσει το χρώμα των ταξί στην Αθήνα, μοιάζουν τόσο πολύ με τα νεοϋορκέζικα. Ένα λυπηρό γεγονός που παρατήρησα είναι ότι ολόκληρα τετράγωνα στην Αθήνα έχουν ανοικοδομηθεί. Πρέπει να έχουν ξοδευτεί εκατομμύρια ευρώ για να ανακαινίσουν αυτά τα μέρη και νομίζω πως έχουν χάσει την μαγεία που είχαν παλιά. Το ίδιο συμβαίνει και με το Παλέρμο. Περιμένουν μέχρι τα κτίρια να καταρρεύσουν και μετά τα αναστηλώνουν με έναν πρόχειρο τρόπο, έτσι ώστε να μοιάζουν με νέα κτίρια με ρετρό στυλ.   

Ποια είναι η βασική σου εντύπωση από την πόλη;
Φαίνεται πως υπάρχουν αρκετές μικρές γειτονιές και η κάθε γειτονιά μοιάζει να έχει τη δικιά της ταυτότητα. Πάρε για παράδειγμα τα Εξάρχεια που αποτελούνται από 4 ή 5 τετράγωνα, όπου ένα συγκεκριμένο είδος  ανθρώπων που ανήκουν σε μια συγκεκριμένη υποκουλτούρα συναντιούνται – και ο μόλις διασχίσεις το δρόμο γίνεται αμέσως επικίνδυνος, επειδή έχει γίνει κατάληψη από ναρκομανείς. Και μετά από δύο τετράγωνα βλέπεις τα πιο βαρετά και ακριβά lounge bar και ακόμη ένα τετράγωνο παραπέρα θα έχεις τις βίαιες διαδηλώσεις με τα MAT να συγκρούονται με τους επονομαζόμενους αναρχικούς. Αυτές οι διαφορετικές κοινωνικές τάξεις είναι το πράγμα που μου αρέσει περισσότερο στις μεγάλες πόλεις. Λέγεται ότι η Νέα Υόρκη ήταν κάπως έτσι τη δεκαετία του ’80: ζούσες σε μια γειτονιά που ένοιωθες σαν σπίτι σου  και 4 τετράγωνα πιο πέρα ήταν λες και βρισκόσουν σε μια άλλη πόλη. Βέβαια, δεν έχω ιδέα πώς ήταν η Αθήνα τη δεκαετία του ’80. Έχω μόνο παιδικές αναμνήσεις επειδή η μόνη φορά που ήρθα εδώ ήταν το 1981. Ήμουν 11 χρονών και θυμάμαι ότι είχε αφόρητη ζέστη και σαν παιδί υπέφερα τρομερά από τον καύσωνα. Όταν είσαι παιδί υποφέρεις περισσότερο από έναν ενήλικα και βασικά θέλω να ξανάρθω στην Αθήνα όταν κάνει υπερβολική ζέστη επειδή θα είναι μια τελείως διαφορετική εμπειρία. Με φαντάζομαι να μένω όλη μέρα στο κρεβάτι και να φεύγω από το διαμέρισμα μου στις 6 το απόγευμα για να πάω για ούζα και μετά για δείπνο και μετά να αρχίζω να δουλεύω. Φυσικά, η νύχτα θα συνεχιστεί μέχρι τις 7 το πρωί και μετά θα πάω για ύπνο. Από όσο μπορώ να κρίνω, έχει διαφορετικούς ρυθμούς και αν μπορείς να τους αντέξεις, μπορεί να είναι πολύ ωραία. Μου αρέσει η παράδοση του μεζέ και επίσης το γεγονός πως οι Έλληνες ρυθμίζουν τις καθημερινές τους ασχολίες γύρω από το φαγητό. Μπορεί να είναι η δική μου αντίληψη, αλλά έχω την εντύπωση πως όλοι συναντιούνται για μεσημεριανό, δείπνο και για ένα μεζέ στο ενδιάμεσο που είναι καλό.

Και όσον αφορά την νυχτερινή ζωή της Αθήνας;
Μου αρέσουν η Rebound και οι Κούκλες. Περισσότερο όμως μου αρέσει το Bios, επειδή μου θυμίζει πολύ το Βερολίνο. Είναι ωραίο όταν ένα μέρος γίνεται σημείο συνάντησης για ανθρώπους με τις ίδιες αντιλήψεις. Είναι σαν την ιδέα της piazza στην  Ιταλία. Στην Ιταλία μπορείς να κάτσεις για ώρες σε μια καφετέρια ή ένα μπαρ που βλέπει προς την πλατεία και να συναντάς κυριολεκτικά οποιονδήποτε θέλεις να συναντήσεις. Μου αρέσει αυτό το προ-διαδικτυακό lifestyle, γιατί οι άνθρωποι μπορούν να επικοινωνούν και να ανταλλάσουν ιδέες και κάθε νέα συζήτηση να οδηγήσει σε νέες ιδέες, σε «παραγωγικές στιγμές πραγματικότητας» όπως το θέτει ο Hans Ulrich Obrist. Και για να το πω και πιο απλά. Η Αθήνα μου άφησε πολύ δυνατές και συναρπαστικές εντυπώσεις και πρέπει να προσθέσω ότι ήρθα εδώ χωρίς να περιμένω τίποτα.

Μίλησε μου λίγο για το περιοδικό σας, το Electronic Beats. Τι ακριβώς είναι;
Το περιοδικό λέγεται Electronic Beats και είναι μια ριζοσπαστική ερμηνεία του τι μπορεί να είναι μια εταιρική έκδοση περιοδικού. Ξέρεις, το ΕΒ εκδίδεται από την Deutsche Telekom AG. Και συνήθως αυτό που παίρνεις από ένα εταιρικό περιοδικό είναι εταιρικό μπλαμπλά. Το ενδιαφέρον σε αυτή την περίπτωση είναι ότι η εταιρεία που το χρηματοδοτεί νοιάζεται περισσότερο να γίνει γνωστή ως εκδότρια ενός πρωτοποριακού περιοδικού, παρά να κυκλοφορήσει κάτι που μόνο την εγκωμιάζει. Ήμουν αρχισυντάκτης στο περιοδικό Spex στη Γερμανία από το Δεκέμβριο του 2006 μέχρι το Σεπτέμβριο του 2010. Σχεδόν 4 χρόνια. To Spex είναι το πιο σημαντικό περιοδικό στη γερμανική ποπ κουλτούρα, επειδή έχει μια κληρονομιά 31 χρόνων και βασικά έχει εφεύρει μια νέα γλώσσα στη χώρα για το πως να γράφεις για τη μουσική, τον κινηματογράφο, τη μόδα και τα εικαστικά, αλλά και για την πολιτική και για τα δύο φύλα. Πριν το Spex η δημοσιογραφία ήταν πολύ συντηρητική. Αφορούσε περισσότερο ερωτήματα του τύπου αν κάποιος δίσκος ήταν καλός, πολύ καλός ή κακός. Δεν ήταν καθόλου διαλεκτική. Με το Spex όμως, γεννήθηκε ένα νέο είδος προσωπικής και υποκειμενικής δημοσιογραφίας –από τη μία ακολουθώντας την παράδοση του Hunter S.Thompson και από την άλλη έχοντας ως επιρροές τους Γάλλους αποδομιστές όπως τον Derrida. Στο Spex υιοθέτησαν το στυλ της Gonzo δημοσιογραφίας και το μετέφρασαν στα Γερμανικά. Ανέπτυξαν μια πολιτική σκοπιά όπου τα πάντα φιλτράρονταν από την αριστερή πλευρά των πραγμάτων. Τέλος, όσον αφορά τη μουσική, τους ενδιαφέρουν όλα τα διαφορετικά είδη, αλλά όταν για παράδειγμα γράφουν για το dubstep, προσπαθούν να ερευνήσουν και την πολιτική πλευρά του θέματος. Έτσι για να υπάρχει μια ολοκληρωμένη άποψη των πραγμάτων, φέρνουν στο ίδιο πλαίσιο και τα μεταναστευτικά προβλήματα της Τζαμάικα και του Μπρίξτον.  Και νομίζω ότι αυτό πρέπει να κάνει η δημοσιογραφία γενικά. Λέγοντας αυτό, το EB ακολουθεί πάνω κάτω την ίδια ατζέντα. Πάλι, έχει να κάνει περισσότερο με τη «γλώσσα» που μιλιέται τώρα. Και δεν εννοώ την αγγλική γλώσσα στην οποία τυπώνεται. Όταν μιλάω για «γλώσσα» εννοώ ότι είναι απαραίτητο να εφεύρεις μια «γλώσσα» που να την παίρνει στα σοβαρά ο αναγνώστης. Στο EB χτίσαμε ολόκληρο το κόνσεπτ του περιοδικού γύρω από τις συνομιλίες και τις συνεντεύξεις. Όταν δύο άνθρωποι συναντιούνται και μιλάνε, μπορεί άνετα να γίνει κάτι ανάλογο με αυτό που συμβαίνει στην πλατεία που σου έλεγα νωρίτερα. Δεν υπάρχει τίποτα πιο ενδιαφέρον από το να ακούς δύο ενδιαφέροντες ανθρώπους να μιλούν μεταξύ τους. Αν η δημοσιογραφία έχει να προσφέρει κάτι στον αναγνώστη, τότε αυτό βρίσκεται στον τρόπο που γίνονται οι συνεντεύξεις. Αν δεν γίνει καλά [μια συνέντευξη], μπορεί εύκολα να είναι βαρετή και τυχαία και πολύ επιφανειακή. Αν όμως γίνει καλά, μπορεί να σου εξηγήσει πως λειτουργεί ο κόσμος και αμέσως γίνεται ένα ντοκουμέντο της εποχής που ζούμε. Πάντοτε πίστευα ότι ο πιο ενδιαφέρων τρόπος για να γράψεις ένα άρθρο είναι το να μην αναφέρεσαι στον εαυτό σου όπως γίνεται στο μύθο όπου ο κριτικός είναι ο αντικειμενικός, ο γνώστης.  Όταν κάνεις ερωτήσεις, είναι προφανές καθ’ ορισμού ότι δεν έχεις τις απαντήσεις. Οι άλλοι όμως μπορεί να τις έχουν. Το ξαναδιατυπώνω λοιπόν: στην καλύτερη των περιπτώσεων, δύο άνθρωποι που συναντιούνται και συζητούν, παράγουν κάτι δυνατότερο από ένα μόνο άτομο που φωνάζει δυνατά για να ακουστεί η γνώμη του. Και παρεμπιπτόντως, πιστεύω ότι είναι ένας εντελώς σημερινός τρόπος για να παρουσιάσεις το πώς επικοινωνούμε στις μέρες μας, επειδή όλοι κυκλοφορούμε με τα κινητά μας, στέλνουμε μηνύματα και εικόνες μεταξύ μας, όλοι έχουμε από ένα μπλογκ και μαθαίνουμε τα αποτελέσματα στο ποδόσφαιρο αμέσως. Είναι αυτό που συμβαίνει, έτσι τα πάντα αφορούν την επικοινωνία και την ανταλλαγή πληροφοριών και νομίζω ότι η δημοσιογραφία πρέπει να καθρεπτίζει τα σημάδια της εποχής.     

Δεν υπάρχει τίποτα πιο ενδιαφέρον από το να ακούς δύο ενδιαφέροντες ανθρώπους να μιλούν μεταξύ τους. Αν η δημοσιογραφία έχει να προσφέρει κάτι στον αναγνώστη, τότε αυτό βρίσκεται στον τρόπο που γίνονται οι συνεντεύξεις.

Καταλαβαίνω ότι εκτός από το περιοδικό, υπάρχουν και παράλληλες δραστηριότητες.
Στο Spex είχαμε ξεκινήσει μια ανοικτή συζήτηση για το «μέλλον του έντυπου τύπου» και τώρα την συνεχίζουμε με το Electronic Beats – και έχουμε καλεσμένους στο πάνελ μας όπως τον Glenn O’ Brien ή τον Erik Spiekermann, με τους οποίους συνομιλούμε δημόσια για τις διαφορετικές απόψεις που έχουμε ως εκδότες και συντάκτες τυπωμένων περιοδικών. Είναι μια συζήτηση για την ακεραιότητα. Και είναι μια συζήτηση για το αν εξαρτιέσαι από την πώληση των διαφημίσεων ή όχι. Δεν υπάρχουν άλλα μοντέλα. Γιατί να μην ζητήσουμε π.χ. από ένα διάσημο ζωγράφο που πουλάει τους πίνακες του για εκατομμύρια να γίνει σπόνσορας σε ένα περιοδικό που αντιπροσωπεύει την δημοσιογραφική ακεραιότητα και αυτού του είδους την πρωτότυπη γλώσσα; Γιατί να μην μαζέψουμε χρήματα για χάρη ενός free press; Φυσικά, τώρα έχω να κάνω με μια μεγάλη πολυεθνική αντί για ένα μικρό εκδότη και η μισή δουλειά είναι οι διαπραγματεύσεις. Αλλά έτσι συμβαίνει παντού. Πιστεύω στην αλήθεια ότι όσο περισσότερη ελευθερία σου δώσουν, τόσο περισσότερη αξία αποκτάει. Μπορεί να ακούγεται παράδοξο, αλλά μερικές φορές είναι πιο εύκολο να φτιάξεις ένα free press με μια πολυεθνική από πίσω, παρά με έναν μικρό εκδότη. Στο τέλος είναι όλα θέμα εμπιστοσύνης επειδή το να παίρνεις λεφτά από μια πολυεθνική, δεν σημαίνει ότι πρέπει να γράφεις γι’ αυτούς στο περιοδικό. Έχουμε ένα δημοσιογραφικό, τυπογραφικό και φωτογραφικό πλάνο με όραμα και μια συγκεκριμένη ιδέα από πίσω. Και εάν έχεις ένα σχέδιο και αν μιλάς γι’ αυτό και το διαπραγματεύεσαι, τότε ένα περιοδικό χωρίς να είναι εξαρτημένο από τις διαφημίσεις αλλά χρηματοδοτούμενο από ένα καλλιτέχνη ή μια μεγάλη εταιρεία, μπορεί πραγματικά να είναι ένα free press.      

    

Πώς αντιμετωπίζει ένας καλλιτέχνης την ιδέα της χρηματοδότησης ενός περιοδικού;   
Είναι πάντα θέμα του πώς θα μιλήσεις μαζί τους. Όταν ένα άτομο είναι αρκετά ανοικτό και πολιτικοποιημένο και έχει προσωπική επαφή και ιστορία με κάποια συγκεκριμένη υποκουλτούρα – τότε γιατί όχι; Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι βλέπουμε ξεκάθαρα πώς θα είναι το μέλλον. Το διαδίκτυο είναι σπουδαίο αλλά δεν είναι απαραίτητα μια αξιόπιστη πηγή πληροφοριών. Το τυπωμένο σε χαρτί περιοδικό διαρκεί - όταν γίνεται καλά. Όταν όμως ένα περιοδικό χάνει το βασικό του χαρακτήρα, π.χ. το να είναι δωρεάν, τότε βρισκόμαστε μπροστά σε μια σοβαρή κρίση ταυτότητας.

Τι γίνεται με το πρόβλημα της γλώσσας;
Περιορίζεσαι μόνο στη χώρα σου όταν γράφεις στα ελληνικά ή στα γερμανικά. Κανείς στην Αμερική δεν διάβαζε το Spex γιατί ήταν στα γερμανικά. Καταλάβαιναν ότι ήταν σημαντικό και καλοφτιαγμένο, αλλά δεν μπορούσαν να το διαβάσουν. Είναι πρόβλημα η γλώσσα. Φαντάζομαι ότι η επόμενη γενιά γερμανικών περιοδικών θα είναι στα αγγλικά. Υπό αυτή την έννοια, βλέπω τους αγγλομαθείς να προσεγγίζουν το EB με αρκετά ταχείς ρυθμούς. Και αυτό επειδή έχουμε εξορισμού μια γερμανική προσέγγιση για τη μουσική, την τέχνη και τον πολιτισμό και με ένα τρόπο μια κοινή νοοτροπία. Το να κάνεις αυτή την προσέγγιση προσιτή σε όσους μιλούν αγγλικά είναι μια απίστευτη περιπέτεια. Το ίδιο συμβαίνει και με το layout. Ακολουθούμε την παλιά μάντρα του Bauhaus «η φόρμα ακολουθεί τη λειτουργία». Δεν επιτρέπουμε να υπάρχουν τυχαία και διακοσμητικά στοιχεία. Έτσι αυτό που παίρνεις δεν είναι μια τελείως κατασκευασμένη αισθητική. Δεν είναι ποπ όπως του David La Chapelle – είναι ίσως πιο αυστηρή και γραμμική και θα μπορούσες να την αποκαλέσεις κομψή. Αποτελεί μια μεγάλη παρεξήγηση το απλά να μιμείσαι ό,τι σου αρέσει – για παράδειγμα στην Γερμανία τους άρεσαν περιοδικά όπως το i-D και το The Face, τώρα λατρεύουν τα The Gentlewoman και το Fantastic Man. Παραβλέπουν όμως τον λόγο που τους αρέσουν και που τα μιμούνται, ο οποίος είναι απλά η ταυτότητα. Ζηλεύουν τα βρετανικά περιοδικά για τον χαρακτήρα τους. Στο τέλος της μέρας είναι μάλλον μια διαδικασία χειραφέτησης. Υποθέτω πως είναι ανθρώπινο να ξεκινήσεις, ακολουθώντας τα είδωλα σου και να μαθαίνεις από αυτά στην πορεία. Τώρα, βρισκόμαστε σε μια πολύ ενδιαφέρουσα εποχή – σε εποχές κρίσης, συμβαίνουν πιο ενδιαφέροντα πράγματα. Παρεμπιπτόντως, είναι μια διάθεση που αισθάνομαι ότι υπάρχει στην Αθήνα αυτή τη στιγμή. Δεν γνώρισα ούτε ένα κυνικό άνθρωπο όλες τις μέρες που βρίσκομαι εδώ πέρα. Όλοι φαίνεται πως αγκαλιάζουν το γεγονός ότι με την κρίση έρχονται και οι ευκαιρίες.

Πιστεύω πως υπάρχει μια δόση κυνισμού στον κόσμο που ίσως να μην είναι ορατή, αλλά είναι ενδιαφέρον όπως λες από την άλλη, γιατί συμβαίνουν συνέχεια πράγματα.
Ναι, αλλά δεν είναι η λέξη Crisis μια ελληνική λέξη; Δεν σημαίνει το ξεκίνημα κάτι καινούργιου; Τουλάχιστον έτσι έχω ακούσει… Σε αναγκάζει να ξανασκεφτείς και αυτό προσθέτει ένα αισιόδοξο στοιχείο στο όλο το θέμα.

Πόσα χρόνια υπάρχει το ΕΒ;
Έξι χρόνια αλλά μόλις πρόσφατα ξεκίνησε να πλέει στην νέα κατεύθυνση για την οποία μιλάμε. Είναι στην ουσία ένα δωρεάν περιοδικό. Δεν το πληρώνεις. Επειδή όμως έχουμε μεγάλη ζήτηση από όλο τον κόσμο, σκεφτόμαστε μήπως το πουλάμε. Φυσικά, αν το πουλάς πρέπει να συμπεριλάβεις έξτρα υλικό στην έκδοση όπως ένα CD ή ένα DVD. Τους λόγους γι’ αυτό καλύτερα να τους συζητήσουμε κάποια άλλη στιγμή. Μου αρέσει όμως η ιδέα ενός περιοδικού που κοστίζει λίγο παραπάνω από ένα περιοδικό που διανέμεται δωρεάν. Εφόσον η τιμή του περιοδικού είναι λογική και μπορεί ο καθένας να το αντέξει οικονομικά, κάπως αποτίνεις φόρο τιμής στη δουλειά που έχει επενδυθεί για να φτιαχτεί όταν το πληρώνεις.

Και πόσο θα το κοστολογούσες πάνω, κάτω;
Όσο τρεις καφέδες σε μια καφετέρια [της Γερμανίας].    

Στην Αθήνα βρέθηκαν οι Max Dax, A.J. Samuels, Elena Panouli, Luci Lux

http://www.electronicbeats.net



back to main