
Άτακτες σκέψεις γύρω από μια μοσχαροκεφαλή κι ένα τσιπουροκάζανο.
Τις τελευταίες μέρες άρχισε και μου γυρίζει το μυαλό (ξέρω από τι είναι, αυτό συμβαίνει όταν αρχίζω και χάνω την απαράμιλλη ψυχραιμία μου), όχι τόσο από την οικονομική ένδεια που φυσικά με έχει επηρεάσει, αλλά περισσότερο για λόγους μη συνεννόησης με τους γύρω μου.
Άλλοι ασχολούνται με το box set των Smiths και την κρυστάλλινη παραγωγή που έκανε ο Johnny Marr, αυτός δεν θέλει να παραδεχθεί ότι τα τσέπωσε χωρίς να αλλάξει και πολλά πράγματα στα τραγούδια και υψώνει τουίτ διαμαρτυρίας («theres nothing to do with the issues», απαντάει ενοχλημένος σε κάποιον στο twitter).
Μια ξανθιά που το παίζει χαζή άνοιξε τουίτερ και έχει σε 2 μέρες 10000 followers. Αναρωτιέμαι τι νόημα υπάρχει να παρακολουθείς τις σκέψεις κάποιου από τους ηγήτορες του ελληνικού λάιφσταϊλ ενώ γύρω σου όλα καταρρέουν, εκτός αν θες να χρησιμοποιείς ως λαμπρό παράδειγμα προσαρμογής στα νέα δεδομένα το τιτίβασμα κάποιας που έκοψε τα περιττά έξοδα, δηλώνοντας ότι δεν θα ξαναβάλει στα μαλλιά extensions!
Το μόνο πράγμα που με έκανε να χαμογελώ ήταν το ετήσιο τσιπουροκάζανο που σκάρωσαν, παρόλη την αρρωστημένη μιζέρια της κρίσης, οι φίλοι μου κάπου στην Μακεδονία. Θυμάμαι από μικρός, όταν με πήγαινε ο πατέρας μου στα καζάνια, δεν ήθελα και πολύ να πάω, καθώς στα πρώτα πασοκικά χρόνια, πριν την εποχή του μεγάλου γκατσμπι-σιμίτι, η έννοια εκσυγχρονισμός ήταν μάλλον άγνωστη στην ελληνική επαρχία.
Έμπαινες λοιπόν σε ένα δωμάτιο αποστακτήριο στην μέση του πουθενά, και έξω στο κρύο κάτι τύποι έψηναν κοψίδια και τα τρώγαμε στο όρθιο. Θυμάμαι ότι μας περόνιαζαν τα άκρα απ’ το κρύο, αλλά ο πατέρας μου δεν έφευγε με τίποτα. Ήταν αυτή η μαγική συνάντηση με τους φίλους. Αλλά αυτό το κατάλαβα αργότερα….
Αρκετά χρόνια και δεκάδες εκατομμύρια ευρώ επιδοτήσεων αργότερα, τα πράγματι στα ελληνικά αποστακτήρια έχουν αλλάξει, καθώς έχουν διαμορφωθεί αίθουσες με τζάκι και ψησταριές κανονικές, καρέκλες και τραπέζια για να κάθεσαι και υπάρχει τουαλέτα και στοιχειώδης εξαερισμός, ώστε να μην μεθάς από την αναθυμιάσεις του τσίπουρου στα 5 πρώτα λεπτά που μένεις μέσα.
Η ετοιμασία ξεκινάει λίγες μέρες νωρίτερα και κάθε καλεσμένος φέρνει κάτι για το τσιμπούσι, άλλος κρέατα, άλλος τυριά, άλλος κρασί. Αυτό που παρατήρησα φέτος είναι ότι στο τέλος δεν έμεινε τίποτα από κρέατα, ενώ άλλες φορές τα πετάγαμε.
Όποτε, ή πήραμε λιγότερα. ή τα φάγαμε λόγω κατοχικού συνδρόμου (ο φόβος της γιαγιάς μου μετά τον πόλεμο και μέχρι το ’90, ότι κατά θα γίνει και πάλι δεν θα ’χουμε να φάμε κατάφερε να κάνει τέσσερα εγγόνια υπέρβαρα. Εγώ την γλίτωσα γιατί έμενα μακριά).
Αναμφισβήτητα όμως το highlight της βραδιάς ήταν η ΜΟΣΧΑΡΟΚΕΦΑΛΗ.
Γύρω στις 12 το βράδυ, και ενώ τρως και πίνεις από το απόγευμα, σκάει ένα ταψί από τον ξυλόφουρνο, με ένα κεφάλι από μοσχάρι τυλιγμένο σε λαδόκολλες και ψημένο αργά 8-9 ώρες, μαζί με χοντρές πατάτες, μπαχαρικά και λίγο σκόρδο. Μόνο η μυρωδιά φτάνει να ξεμεθύσεις, πού να φας κιόλας!
Θα το χαρακτήριζα ως στερεοποιημένο πατσά που συνδυάζεται αρμονικά με το αργοψημένο κρέας, τα μυρωδικά και τα υγρά από την έκκριση κολλαγόνου ζελέ από το κεφάλι, σε μια τύπου μοριακής γαστρονομίας ρουστίκ session.
Πέρα από όλα αυτά, νομίζω ότι το σημαντικότερο ήταν η ψυχοθεραπεία που σου προσφέρει απλά και μόνο η παρουσία των φίλων και η διαπίστωση ότι από τους φίλους των κοινωνικών δικτύων παρευρέθηκε ένας, το πολύ δύο, ενώ από τους πραγματικούς σχεδόν όλοι.
ΜΟΣΧΑΡΟΚΕΦΑΛΗ ΣΕ ΦΟΥΡΝΟ ΜΕ ΞΥΛΑ VERSION
Θα χρειαστείς μια μοσχαροκεφαλή -αν είσαι χαμουτζής πας στην Βαρβάκειο και την βρίσκεις με 2,5 ευρώ το κιλό, αν είσαι από αλλού την κάνεις παραγγελία στον χασάπη.
Την καθαρίζεις καλά και στα ανοίγματα βάζεις κομμάτια από γραβιέρα και σκόρδο. Και φυσικά αλατοπίπερο.
Μετά αλείφεις όλο το κεφάλι με το μυστικό μίγμα που αποτελείται από λάδι, λευκό κρασί και μουστάρδα, κόβεις και κάνα δυο πατάτες χοντρές μαζί με 3 κομμάτια καρότου και τα απλώνεις στην λαδόκολλα, τυλίγεις την λαδόκολλα, βάζεις άλλη μια από πάνω, τυλίγεις, τις δένεις με σκοινί για να συγκρατηθούν τα υλικά και μετά τυλίγεις με αλουμινόχαρτο. Αλουμινόχαρτο.
Ανάβεις τον φούρνο με ξύλα και μετά από δυο ώρες, αφού έχουν γίνει κάρβουνα, βάζεις το ταψί με την μοσχαροκεφαλή και περιμένεις κάνα οκτάωρο για να γίνει .
Το μυστικό είναι καλό κλείσιμο της λαδόκολλας και του αλουμινόχαρτου, ώστε να παραμένουν τα υγρά μέσα και να βράσει καλά.
Την ίδια διαδικασία ακολουθείς και όταν την φτιάχνεις στον φούρνο της κουζίνας, μόνο που εδώ βάζεις στην αρχή δυνατή φωτιά -στους 250 βαθμούς για 45 λεπτά- και μετά χαμηλώνεις στους 180 βαθμούς και ψήνεις μέχρι να συμπληρωθούν 7,5 ώρες.
Το αποτέλεσμα είναι το ίδιο νόστιμο
Το τσίπουρο είναι ένα ελληνικό αλκοολούχο ποτό το οποίο ξεκίνησε την πορεία του πριν από επτά περίπου αιώνες στα μοναστήρια του Αγίου Όρους.
Η τσικουδιά ή ρακή στην Κρήτη είναι κάτι ανάλογο, ωστόσο η κυριότερη διαφορά του είναι ότι η τσικουδιά είναι προϊόν μονής απόσταξης. Σε άλλες χώρες, παρόμοια ποτά είναι η Ιταλική Γκράπα και το Αράκ της Μέσης Ανατολής.
Το τσίπουρο έχει τις περισσότερες φορές 36 με 45 αλκοολικούς βαθμούς.
Δεν πρέπει να συγχέεται με το ούζο, ποτό με διαφορετικό τρόπο παρασκευής.
Βαρέλια με σταφύλι και μούστο μαζί έρχονται στο αποστακτήριο για να οδηγηθούν στο καζάνι.
Η θέρμανση του καζανιού γίνεται παραδοσιακά με ξύλα. Η θέρμανση ρυθμίζεται ανάλογα με την τροφοδοσία και με την παροχή αέρα, ανοίγοντας ή κλείνοντας την πόρτα που βρίσκεται κάτω από την εστία. Οι ατμοί νερού, αλκοόλης και άλλων πτητικών συστατικών θα κατευθυνθούν προς τον ψυκτήρα και θα παραληφθούν ως απόσταγμα.
Το πρώτο απόσταγμα.
«Γραδόμετρο»: ένας γυάλινος σωλήνας μέσα στον οποίο τοποθετείται ένα όργανο μέτρησης για να υπολογιστούν οι (αλκοολικοί ) βαθμοί του ποτού. Κοινώς αν είναι δυνατό ή όχι.
Κάρβουνα από το καζάνι στην ψησταριά, για να αρχίσει το γλέντι.
Η αυτού εξοχότης, ο καζανάρχης, ενώ αναλαμβάνει τη μουσική κάλυψη της βραδιάς
(κασέτα με ελληνικά διάφορα, -του χρόνου θα βάλει και cd μου είπε).
Η μοσχαροκεφαλή μόλις έχει ανοιχτεί από τις λαδόκολλες, αφού μαγειρεύτηκε σε ξυλόφουρνο για 8,5 ώρες. Το κρέας και οι πατάτες έχουν λιώσει.
back to main