Ταχυδρομίες με φτερά και πούπουλα
Διονύσης Ανεμογιάννης

Από τον αδέσποτο «αρουραίο του ουρανού» της πλατείας Κοτζιά, μέχρι το θεαματικό ουτζίδικο και τον ταχυδρόμο αριστοκράτη των αιθέρων, υπάρχει τεράστια απόσταση. Ένας ολόκληρος κόσμος, γεμάτος πούπουλα, σκόνη, θεαματικές βούτες, πτήσεις των 100χλμ/ώρα και περιστεράδες με ζήλο και λατρεία για το πιο παρεξηγημένο πουλί της πόλης.

Φωτο: Eftychia Vlachou

Σε ολόκληρη την Ελλάδα μπορεί κανείς να συναντήσει τους «περιστεράδες», ανθρώπους που συντηρούν στο σπίτι τους μεγάλα κλουβιά γεμάτα περιστέρια και συμμετέχουν με αυτά σε αγώνες, ανάλογα με την κατηγορία τους. Κάποιοι φωνακλάδες, αργόσχολοι, τύποι λαϊκοί, άλλοι χομπίστες, πρόεδροι και προπονητές, μοιράζονται ένα πάθος αναπάντεχο για το περιστέρι. Τους συναντήσαμε σε ταράτσες στο Κερατσίνι και στον Σύλλογο Φίλων Θεαματικών Περιστεριών στην Σαλαμίνα και,  μετά από αρκετές συναντήσεις μαζί τους, φοβάμαι ότι πάσχουμε από το ίδιο σύνδρομο που είχε η Tippi Hedren στα «Πουλιά» του Χίτσκοκ.

Κερατσίνι. Η ώρα κοντεύει πέντε το απόγευμα και καθώς ο ήλιος λούζει με κόκκινο φως τις ταράτσες των δυτικών προαστίων της Αθήνας, ένα σμήνος περνά με ταχύτητα πάνω απ’ τα κεφάλια μας, διαγράφοντας κύκλους γύρω από μια ψηλή οικοδομή. Είναι τα ταχυδρομικά περιστέρια του Κώστα Σενικίδη, τρεις συνεχόμενες φορές πρωταθλητή στον πανευρωπαϊκό διαγωνισμό αγωνιστικών περιστεριών. Στεγασμένα στην σιδηρόφραχτη φωλιά που γνωρίζουν ως το ένα και μοναδικό τους σπίτι, τα συγκεκριμένα περιστέρια δεν πρόκειται ποτέ να την εγκαταλείψουν, όσες φορές και αν πετάξουν μακριά της. «Ακόμα και αν το κρατήσεις σπίτι σου σε κλουβί, μόλις το αφήσεις έξω από αυτό, το περιστέρι θα γυρίσει στον χώρο που μεγάλωσε», εξηγεί ο εκτροφέας Κ. Σενικίδης. Τα περιστέρια συνεχίζουν να κυκλώνουν την ταράτσα, μέχρι την στιγμή που ο Κώστας αρχίζει να τους σφυράει κελαϊδιστά, για να τα καλέσει πίσω. «Δεν μαθαίνει ο εκπαιδευτής στο περιστέρι να έχει αυτή την συμπεριφορά. Η επιστροφή στον τόπο κατοικίας τους είναι κάτι που είναι προορισμένα από την φύση να κάνουν. Το έχουν μέσα τους. Η δουλειά του εκτροφέα είναι να τα έχει σε πολύ καλή φυσική κατάσταση, ειδικά την περίοδο της προετοιμασίας για τους αγώνες. Πρέπει να τα έχει υγιή, καλοταϊσμένα, περιποιημένα ώστε να ανταπεξέλθουν στο δύσκολο ταξίδι που έχουν να κάνουν. Ένα περιστέρι μπορεί να χρειαστεί να διανύσει και 4.500 και 5.000 χιλιόμετρα, για να βγάλει εις πέρας το πρόγραμμα». Πώς όμως γίνονται αγώνες, αφού τα περιστέρια έχουν πάντα μια κατεύθυνση, προς το σπίτι τους, εν προκειμένου το Κερατσίνι; «Στους αγώνες δεν στέλνουμε τα περιστέρια που εκτρέφουμε, αλλά τα παιδιά τους», εξηγεί ο Κώστας, «Έτσι λοιπόν, στην περιοχή που θα γίνει το περιστεροδρόμιο, στήνεται εκ νέου περιστερώνας όπου θα μεγαλώσουν τα πιτσούνια που στέλνουν οι εκτροφείς ανά τον κόσμο. Τον περιστερώνα αυτό θα έχουν πλέον για σπίτι τους τα πουλιά και από τους αγώνες που θα ακολουθήσουν σε βάθος χρόνου, θα αναδειχτεί εκείνο με την καλύτερη φυσική κατάσταση και ‘το καλύτερο αίμα’». Με τον όρο ‘αίμα’ εννοεί φυσικά την καταγωγή του περιστεριού, στην οποία δίνουν μεγάλη σημασία οι εκτροφείς. «Τα περιστέρια εύκολα ζευγαρώνουν, όμως δύσκολα δίνουν καλούς απογόνους. Για να γίνει καλό το ζευγάρωμα, προσέχουμε ιδιαίτερα την καταγωγή των γονέων, την ποιότητα των χαρακτηριστικών τους,αλλά και την φυσική διάπλασή τους –τα φτερά και ιδιαίτερα την ουρά. Και πάλι όμως, ποτέ δεν μπορείς να είσαι σίγουρος για το αποτέλεσμα. Στα δέκα πιτσούνια, μόνο ένα είναι το καλό, εκείνο που θα νικήσει αν το στείλεις στον αγώνα», λέει ο Κώστας και εστιάζει σε ένα ξεχωριστό κλουβί με περιστέρια που επιμελώς έχει παραλείψει να μας εξηγήσει γιατί το έχει χώρια, «Με τα χρόνια έχω καταφέρει να βρω περιστέρια σταθερά, πιστά και με πολύ ψυχή. Αυτά τα εμπιστεύομαι πάντα όταν πρόκειται για δημιουργία απογόνων». Η αιμομιξία επιτρέπεται; «Με αιμομιξία μπορείς να διατηρήσεις το αίμα, όμως τα περιστέρια αυτά δεν μπορούν να πετάξουν. Τα συγκεκριμένα όμως, όταν ζευγαρώσουν αργότερα με κάποιο άλλο περιστέρι, βγάζουν τους καλύτερους απογόνους». Ο Κώστας ήρθε σε πρώτη επαφή με το άθλημα το 1988, μέσω φίλων του. Από τότε έμεινε πιστός σε αυτό, δημιουργώντας το δικό του εκτροφείο με περίπου 100 ταχυδρομικά περιστέρια. «Τα έχω σαν παιδιά μου, δεν γίνεται να σας το κρύψω. Είναι ζώα πανέξυπνα, πιστά στο σπίτι και το αφεντικό τους. Τους δίνεις αγάπη και αυτά στην ανταποδίδουν, δεν υπάρχει καλύτερο πράγμα».
«Η καλύτερη στιγμή για έναν περιστερά, είναι όταν βλέπει το περιστέρι του να τερματίζει, σώο και αβλαβές», λέει. Το ταξίδι δεν είναι πάντα εύκολο για τους ιπτάμενους πρωταθλητές: «Πολλές φορές μπορεί το περιστέρι να μην γυρίσει. Ίσως χτυπήσει στην διαδρομή, πιαστεί σε πυλώνες της ΔΕΗ, ή το σκοτώσει κάποιο αρπακτικό πουλί. Υπάρχουν μάλιστα περιπτώσεις που τα σκοτώνουν κυνηγοί». Η αγάπη του για τα περιστέρια, έκανε τον Κώστα Σενικίδη να κάνει αρκετά δρομολόγια, προκειμένου να προπονήσει και να κρατήσει σε φόρμα τα περιστέρια του. «Τα παίρνουμε με το αμάξι και πηγαίνουμε πολλά χιλιόμετρα μακριά, στην συνέχεια τα αφήνουμε ελεύθερα να γυρίσουν σπίτι. Την απόσταση Κιλκίς-Κερατσίνι την κάνουν σε 3 ώρες και ένα τέταρτο, ενώ Μπουργκάς-Θεσσαλονίκη σε τέσσερις ώρες. Τα περιστέρια αυτά, φτάνουν έως και τα 110 χιλιόμετρα την ώρα», εξηγεί για τους εκπληκτικούς τους χρόνους. Οι τιμή ενός περιστεριού κυμαίνεται ανάλογα με την αγωνιστική του αξία. Μπορείς να βρεις πουλιά από ένα ευρώ έως πολλές χιλιάδες ευρώ. Όταν μάλιστα αναφερόμαστε σε καθαρόαιμα αγωνιστικά περιστέρια, η τιμές απογειώνονται. «Γι’ αυτό άλλωστε και το συγκεκριμένο άθλημα θεωρείται προνόμιο μιας ελίτ», συνοψίζει ο Κώστας. Πόσο κόστιζε όμως το πιο ακριβό του περιστέρι; «Το πιο ακριβό περιστέρι μου, το έχω φτιάξει εγώ ο ίδιος με ζευγάρωμα», απαντά.
Το ταχυδρομικό περιστέρι εμφανίζεται στον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό ως μέσο τηλεπικοινωνίας. Τα συγκεκριμένα περιστέρια, ωστόσο, αντλούν την καταγωγή τους από το ελληνικό αγριοπερίστερο, σύμφωνα με τον Κώστα. Το περιστέρι αυτό στην συνέχεια «δουλεύτηκε» από τους Βέλγους και τους Γερμανούς και μετά από διάφορες προσμίξεις κατέληξε σε αυτό το είδος. «Αν και δεν συνηθίζεται να το χρησιμοποιούν για την μεταφορά μηνυμάτων, το περιστέρι μπορεί να κουβαλήσει με κατάλληλο κούμπωμα στο πόδι, έως και είκοσι γραμμάρια». Μια άλλη χρήση, ωστόσο, του περιστεριού-ταχυδρόμου/δρομέα, αφορά την όρασή του. «Τα περιστέρια αυτά, έχουν εξαιρετική οπτική ικανότητα. Έτσι με την κατάλληλη εκπαίδευση μπορούν να εντοπίσουν σωσίβιες λέμβους και σωσίβια από ναυτικά ατυχήματα, από πολύ μεγάλο ύψος. Γι’ αυτό τον λόγο τα παίρνουν μαζί σε σωστικές επιχειρήσεις». 

Δεύτερη στάση μας στην Σαλαμίνα και τους θεότρελους «βουτάδες». Η θεαματική βούτα, είναι περιστέρι του οποίου η καταγωγή χάνεται κάπου μέσα στην τουρκοκρατία. Η βούτα ειδικεύεται στο γρήγορα χορευτικό ανέβασμα σε μεγάλο ύψος και το απότομο κατέβασμα στο έδαφος. Πολλά περιστέρια τσακίζονται κατά την πτώση, ειδικά όταν έχει αντηλιά. «Τσακίζονται στα κεραμίδια, στο σύρμα της ΔΕΗ, έχω δει να φεύγουν φτερά, κεφάλια, πόδια», θα μας πει αργότερα ο Νίκος Βλάχος, εκτροφέας της περιοχής. Η βούτα δεν διανύει μεγάλες αποστάσεις, ούτε αποδεικνύεται το ίδιο πιστή στο σπίτι της, όπως το ταχυδρομικό περιστέρι. Εύκολα μπορεί να ξελογιαστεί από άλλα περιστέρια και να εγκαταλείψει το σπίτι που μεγάλωσε και να εγκατασταθεί σε άλλον εκτροφέα, ο οποίος πρόθυμα θα συγκαλύψει το παραστράτημά της, αλλάζοντας τα δαχτυλίδι με τα στοιχεία της και κρατώντας της για δική του χρήση. Τα ατίθασα αυτά περιστέρια, παραμένουν η τρέλα και το μεράκι για πολλούς χομπίστες, αντικείμενο ατελείωτων καυγάδων και μικρά τοτέμ για πολλούς περιστερόφιλους από την Πελοπόννησο και τα νησιά, έως την Βόρεια Ελλάδα. Ο «Κιτρινομάτης», ο «Πρόεδρος» και ο Βαγγέλης ο μικρότερος είναι και οι τρεις τους περιστεράδες με τις δικές τους εγκαταστάσεις στο σπίτι τους και εκατοντάδες περιστέρια που κάνουν τον χώρο άνω κάτω. Παραδέχονται ότι είναι άρρωστοι γι’ αυτά. Τρελό πάθος. «Μετά τα παιδιά σου και την γυναίκα σου, η αξιοπρέπειά σου μπορεί να κριθεί μόνο από την εκτροφή των περιστεριών σου. Μην το ξεχνάμε, το περιστέρι είναι η προέκταση του πουλιού σου!», αναφέρει ο Νίκος «Κιτρινομάτης» Βλάχος, που θα έκανε τα πάντα για τα πουλιά του. «Τα βγάζω συνέχεια από τα κλουβιά, με πιάνει η καρδιά μου να τα βλέπω εκεί μέσα. Στο Κερατσίνι που μεγάλωσα, μού άρεσε πολύ να περνάω χρόνο με τα περιστέρια του ξαδέρφου μου που έμενε στον από πάνω όροφο. Τα περιστέρια με συναρπάζανε. Το πρώτο περιστέρι μου το αγόρασα με το χαρτζιλίκι μου, όταν ήμουν ακόμα πολύ μικρός. Με ό,τι λεφτά κέρδιζα από περιστασιακές δουλειές αγόραζα περιστέρια. Όταν μετακομίσαμε στη Σαλαμίνα έφτιαξα τον δικό μου περιστερώνα». Πιάνει τα περιστέρια στα χέρια του και τα χαϊδεύει για να ποζάρει. «Εδώ στην Σαλαμίνα ο μεγαλύτερος εχθρός των περιστεριών είναι τα σαΐνια. Έχουμε πάρα πολλά. Ένα σαΐνι μπορεί να σκοτώσει έως και τρία περιστέρια την ημέρα. Έχουμε εξοπλιστεί με  φωτοβολίδες, χτυπιόμαστε κάτω για να το διώξουμε, αλλά δεν τα καταφέρνουμε πάντα». Στην Σαλαμίνα μπορεί κανείς να συναντήσει πάρα πολύ κόσμο που ασχολείται με τις βούτες, είναι «περιστερονήσι», όπως το αποκαλούν. «Οι μισοί από τους  ανθρώπους που ασχολούνται με τα περιστέρια μπορεί να μην έχουν βγάλει το δημοτικό. Το χόμπι ήταν περιθωριακό, το είχαν οι χαβατζήδες, οι κοπρίτες, οι αργόσχολοι και τεμπέληδες. Κολλούσαν σε αυτό και δεν ήθελαν να δουλέψουν ξανά. Είναι γνωστό ότι είναι αρρώστια αυτή η ασχολία. Από μια στιγμή και πέρα σε ελέγχει. Ως νέα γενιά περιστεράδων, όμως, προσπαθήσαμε να ανεβάσουμε το επίπεδο στο άθλημα. Φτιάξαμε τον σύλλογο και προσπαθήσαμε να κρατήσουμε την συνοχή. Επενδύσαμε σε αυτά τα περιστέρια για να χτίσουμε ένα ολόκληρο άθλημα».
«Του περιστερά δεν του φτάνουν 24 ώρες να είναι μαζί με τα περιστέρια του. Μπορεί απλά να κάθομαι απέναντί τους και να προσπαθώ να τα διαβάσω, να τα καταλάβω, να μπω στην ψυχολογία τους. Ακόμα και το πώς θα ζευγαρώσει ένα αρσενικό και ένα θηλυκό θέλει μελέτη. Όταν οι απόγονοι δεν είναι έτσι όπως θα τους ήθελες, κάτι δεν έχει πάει καλά. Το καλοκαίρι, όταν νυχτώνει, ανοίγω το φώτα μου και με μια καρέκλα κάθομαι μπροστά τους και τα κοιτώ. Επίσης, είναι μια ξεκούραση για μένα, κάθομαι και από το μυαλό μου περνούν τα πάντα: σε ποιον χρωστάω, ποιος μου χρωστά, τι κάνουν τα παιδιά μου και η γυναίκα μου. Με τα πουλιά τα ξεχνάω όλα». Τα παρατηρούμε καθώς ζευγαρώνουν ή καυγαδίζουν για μια θηλυκιά. Σχεδόν εκστασιασμένος ο Νίκος μας μιλά γι αυτά, το καθένα έχει το όνομά του και ο Νίκος το ξέρει. Τα αφήνει να πετάξουν, τα φωνάζει με άναρθρες κραυγές και όταν αυτά απογειώνονται, ανοίγοντας τα φτερά τους, φωνάζει «χόρεψε καρδιά μου, χόρεψε!». «Παρατηρώντας τα μπορείς να μάθεις τα πιο απλά μυστικά της ζωής», καταλήγει «Το πώς βατεύονται, πώς ερωτεύονται,  πώς αγαπιούνται, πώς φτιάχνουν την φωλιά ή το πώς συγχρονισμένα ταΐζουν τα παιδιά τους –αυτό είναι μεγαλειώδες- είναι φαινόμενα ζωής που σε αλλάζουν. Με τα περιστέρια μπορείς να ηρεμήσεις, να ταξιδέψει το μυαλό. Πρέπει όμως να το ’χεις, πρέπει να το αγαπάς». Περήφανος μας συστήνει τον συνεχιστή του χόμπι, τον δεκαοκτάχρονο γιο του. Δουλεύει στο μαγαζί του πατέρα του (pet shop), παίζει μπάλα και πάει στο ναυτικό λύκειο. Ο μικρότερος γιος, δεν θέλει να τα βλέπει καν τα περιστέρια. Η οικογένεια σε διχασμό.
Στον σύλλογο περιστερόφιλων Σαλαμίνος συναντήσαμε και τον πρόεδρο, τον Χρήστο Καλογήρου σκασμένο. Η σκύλα του, ένα ροντβάιλερ, άνοιξε πριν από λίγες μέρες ένα κλουβί και του σκότωσε 41 περιστέρια. Τα είκοσι τα έφαγε, τα υπόλοιπα τα έπνιξε. Ο Χρήστος, το ίδιο παθιασμένος με τον Νίκο, χαρακτηρίζει το άθλημα ‘extreme’. «Η αδρεναλίνη χτυπάει κόκκινο με τα περιστέρια. Τι πιο extreme από το να σου παίρνει ο άνεμος το περιστέρι μακριά και να το χάνεις απ’ το βλέμμα σου; Τι πιο εντυπωσιακό από την σαϊνομαχία στον αιθέρα», μας λέει με έμφαση. Τα βράδια στις συναντήσεις των περιστεράδων στον σύλλογο, γίνεται ο κακός χαμός.  Καυγάδες για το ποιος πήρε το περιστέρι του άλλου, λογομαχίες για τον σωστό τρόπο εκτροφής, για τις επιδόσεις και χίλια δυο άλλα πράγματα «Σκοτωνόμαστε», λένε γελώντας «πέφτουν μπουνίδια, αδέλφια κόβουνε την ‘καλημέρα’. Δεν το καταλαβαίνεις άμα είσαι έξω από αυτό, αλλά τα περιστέρια είναι σαν τον ιππόδρομο, σε παθιάζουν. Εγώ έχω χάσει πολλούς γάμους και βαφτίσια, επειδή περίμενα να μου γυρίσει κάποιο περιστέρι!» παραδέχεται ο Χρήστος. «Μέχρι και στο ταξίδι του μέλιτος που είχα πάει με την γυναίκα μου στην Σαντορίνη, είχα κουβαλήσει μαζί σε μια κούτα, δυο περιστέρια που ήταν άρρωστα. Τι να κάνω ήθελαν αντιβίωση ανά οκτάωρο!»



back to main