
Ο Αλεκάρας είναι χρόνια μουσικός. Για περισσότερα από 30 χρόνια έχει παίξει σε μικρά μαγαζιά και μεγάλα, με τεράστιες ορχήστρες αλλά και μόνος του, κάνοντας one man show και τρικούβερτα γλέντια με μία κιθάρα.
Αυτή τη στιγμή παίζει μπουζούκι και μπαγλαμά για τους φίλους του τα βράδια στο Μοναστηράκι και τραγουδάει γνωστές επιτυχίες. Τον συναντήσαμε λίγο πριν ξεκινήσει το πρόγραμμά του, μαζί με τον Νίκο, τον έναν από τους δύο γιους του, επίσης μουσικού, που τον συνοδεύει στο αρμόνιο και μάς μίλησε για μια ολόκληρη ζωή στη μουσική, για τη νυχτερινή Αθήνα της πλαστής ευημερίας των ’80s και των ’90s, για γυναίκες και τα ταλέντα των παιδιών του, την ώρα που στην Αθήνα γίνονταν οι προετοιμασίες για την υποδοχή της Μέρκελ.
Φωτο: Νίκος Κατσαρός.
"Γενήθηκα σε οικογένεια μουσικών και μεγάλωσα με μια κιθάρα κι ένα μπουζούκι. Ο παππούς μου ήτανε μουσικός, ο πατέρας μου επίσης, τα ξαδέρφια μου ήτανε συνθέτες -ο Γιώργος Κοντογιώργος που έγραψε το «γύφτισσα μέρα του Πουλόπουλου»- όλοι οι φίλοι μου είναι μουσικοί. Θυμάμαι όταν ήμουν 5 χρονών μού λέει ο πατέρας μου πιάσε το μπουζούκι από την ντουλάπα και μόλις το πήρε στα χέρια του άρχισε να παίζει. Εγώ τρελάθηκα, αρρώστησα. Πήρα μια οδοντογλυφίδα και άρχισα να κάνω το ίδιο. Κι έπαιζα ασταμάτητα. Κι άκου να δεις τώρα, όταν έγινα δέκα χρονών μου απαγόρεψαν να παίζω. Δεν ήθελαν να γίνω κι εγώ μουσικός. Όταν έπιανα το μπουζούκι η μάνα μου με έδερνε και μου το έκρυβαν για να μην το βρω, το πήγαιναν σε διαφορετικά σπίτια στη γειτονιά, στην κουμπάρα, στο ξυλουργείο, στο μανάβη, κι όπου κι αν το έκρυβαν το έβρισκα. Κάποια φορά ο αδερφός μου που τυγχάνει να είναι εισαγγελέας εφετών τώρα, τόλμησε να πει να τον στείλουμε τον Αλέκο να μάθει μουσική και έφαγε και εκείνος ξύλο, για να μάθει. Παρόλα αυτά επέμενα. Αγόρασα δικό μου μπουζούκι και μού το έσπασαν, κι αγόρασα κι άλλο. Μέχρι που το πήραν απόφαση. Αλλά μέχρι να μάθω δεινοπάθησα.
Έχω βγάλει έναν ορισμό δικό μου. Καλλιτέχνης είναι αυτός που με οποιοδήποτε όργανο κι αν παίζει, είτε με σφυρίχτρα, είτε μιλάει, ό,τι κι αν κάνει, καταφέρνει να συγκινήσει το κοινό 1, 2, 3, 5 φορές. Τότε κάτι έχει αυτός, ακόμη κι αν κάνει τον καραγκιόζη. Είχα πάει μικρός στα ταλέντα, στον Βενετσιάνο, και μου είχε πει μπράβο, εσύ θα προκόψεις. Στο σχολείο μου έβαζαν είκοσι στη μουσική. Ενώ οι άλλοι ήταν φάλτσοι. Μι ρε μι φα, ήμουν ο μόνος που τα λέγε σωστά, οι άλλοι δεν τα λέγανε. Για λίγο καιρό ήμουν και ψάλτης. Με πήγαν στο ψαλτήρι και έψελνα χωρίς να ξέρω τίποτα, άκουγα κι έκανα ααααα, σιγά-σιγά, μόνος μου.
Έχω την πορεία μου, 30 χρόνια στο τραγούδι. Στο σχολείο καθόμουν στο ίδιο θρανίο με το Λογοθέτη, αυτόν που νοικιάει τα μηχανήματα ήχου, κι αρχίσαμε να παίζουμε κιθάρα μαζί. Παίζαμε στις χορωδίες του γυμνασίου, σε εκδηλώσεις, σε συγκεντρώσεις για τους φίλους μας. Μετά πήγα φαντάρος κι άρχισα να παίζω μπουζούκι στις λέσχες αξιωματικών. Αυτοδίδακτος, δεν μου είχε δείξει κανείς. Το μπουζούκι το έπιανα στραβά, μέχρι που ένα βράδυ μου έδειξε κάποιος φαντάρος πώς να το πιάνω και τι είναι αυτό το λα μι νορ.
Κάποια στιγμή με πήγαν με το ζόρι στον μαέστρο, τον Ζαμπέτα. Πήγα δειλά σαν σπουργιτάκι, επειδή είχα ένα βάρος με τη φωνή μου. Δεν τη θεωρούσα καλή. Όταν με άκουσε ο ακορντεονίστας του -ο Χατζιδάκις- μου είπε «πιάσ’ την κιθάρα αφού τραγουδάς, γιατί έχεις καλή φωνή». Στη Λέσχη αξιωματικών στην Κρήτη έπαιζα μαζί με τον Αντύπα, δεν ήταν φίρμα τότε, θυμάμαι τραγουδούσε για κανένα τρίμηνο τραγούδια του Βοσκόπουλου και είχε αέρα. Εγώ δεν είχα αέρα τότε, ήμουνα ντροπαλός, άβγαλτος. Στη συνέχεια έπαιξα για πολλά χρόνια και τραγούδησα με μπάντα, επαγγελματικά. Γύρισα μαζί τους όλο τον κόσμο, Αμερική, Γερμανία, Βρυξέλες. Στην Πλάκα τραγούδησα δέκα χρόνια, στου Κρητικού, στον Αντωνάκη στην Πλατεία Αμερικής, στο Γέρο του Μώρια, στου Σίσυφου, παντού. Με τον Χατζιδάκι ήμουνα 8 χρόνια στη Μελωδία στην Πλατεία Αμερικής. Έπαιζα και στη Δραπετσώνα, φιλικά, με καλούς μουσικούς.
Τραγούδησα με μεγάλες ορχήστρες, έπαιζα σαξόφωνο, μετά με μικρότερες, αργότερα μείναμε δύο άτομα και στο τέλος κράταγα ένα μαγαζί μόνος μου, με κιθάρα και φωνή. Με βοήθησε πολύ η φωνή μου γι’ αυτό. Είχα πολύ γερή φωνή και την έχω ακόμα. Έχεις δει κέντρο να το κρατάει ένας άνθρωπος μόνος του; Το έκανα για χρόνια. Έκλειναν γάμους, συνεστιάσεις, ρεβεγιόν και η ορχήστρα ήμουν μόνο εγώ. Έπαιζα όλο το βράδυ το κιθαρόνι χωρίς μικρόφωνο και τραγουδούσανε όλοι με μια φωνή. Ανέβαιναν στα τραπέζια και χορεύανε. Έφευγαν όλοι ευχαριστημένοι και μάλιστα με καλούσαν και στο σπίτι τους. Είχε λεφτά ο κόσμος τότε, δεκαετία του’ 80, κι έδινε χαρτούρα. Εκεί που τραγουδούσα, ας πούμε, μου βάζανε λεφτά στην τσέπη. Με παίρνανε στην πλάτη οι σερβιτόροι και με σηκώνανε απάνω και τραγουδούσα, με γούσταρε πολύ ο κόσμος.
Έγραφα και τραγούδια δικά μου, αλλά δεν ήθελα να ξέρει κανείς ότι τα έχω γράψει εγώ. Πολλές φορές όταν τραγουδάω κάτι δικό μου και μου λένε ποιανού είναι αυτό, λέω ενός Χασαπόπουλου που έχει πεθάνει. Άκου τώρα «φέρτης λουλούδια, φέρτης λουλούδια, παίξτε μπουζουξήδες τα πιο γλύκα τραγούδια». Είναι σουξεδιά. Δηλαδή, αν το πει κάποιος άλλος αυτό το τραγούδι θα πιάσει. Είχα γράψει ένα τραγούδι όταν ήμουνα φαντάρος «αν μ'αγαπάς σε ρώτησα, γλυκιά Περιστεριώτισα, μου ’καψες την καρδιά, μ’ έκανες και αρρώστησα». Αν είχε βγει σε δίσκο θα είχε χαλάσει κόσμο. Δεν το επεδίωξα ποτέ να κυκλοφορήσω δικά μου κομμάτια, δεν μ ένδιέφερε, δεν ήταν και το στυλ μου.
Για μένα στο δρόμο είναι καλύτερα, είμαι πιο ανεξάρτητος. Πιο ελεύθερος. Και όχι και τώρα, και παλαιότερα. Πάντα συμβιβαζόμουνα. Ήταν ο τύπος μου. Ήμουν χαμηλών τόνων, ποτέ δεν διεκδίκησα. «Όλοι καλοί είναι», έλεγα. Μπορεί να υπερτερούσα στη φωνή μου, αλλά πάντα έπαιζα και τραγούδαγα ταπεινά. Μου έλεγαν «μη λες το τραγούδι εκείνο για να μην φαίνεσαι εσύ περισσότερο από εμένα» και δεν το έλεγα. Υπήρχαν τέτοια, απ’όλα. Υπήρχε μια κόντρα στην οποία εγώ πάντα πήγαινα πάσο.
Αυτή τη στιγμή παίζω για τους φίλους μου. Λαϊκά τραγούδια, ζεϊμπέκικα... Μερικά τραγούδια τα παίζουμε και χασάπικα, και μπαλάντες, όπως ταιριάζει στην περίσταση, νομίζω το έχω αυτό το δικαίωμα. Και βγάζουμε τραγούδι εκεί, επιτόπου. Περνάει μια κοπέλα από μπροστά μας, πετάμε ένα ρεφρενάκι και τσιμπάει και γελάει.
Πάντα ήμουν αγαπητός στο κοινό, ανοιγόμουν πολύ και δινόμουν, αυτοσχεδίαζα, μιλούσα, έλεγα τραγούδια του τόπου τους γιατί μπορούσα να κόβω την καταγωγή τους από τον τύπο της μύτης, απ’ τη μορφή τους, απ’ την κουβέντα τους, το όνομά τους. Για κάθε όνομα υπάρχει κι ένα τραγούδι. Ήμουνα μόρτης σ' αυτό, το 'παιζα. Έβλεπα ποια γυναίκα με κοίταζε, ποια δε με κοίταζε, ξέρω γω, οπότε έκλεινα ραντεβού μέσα απ' το μικρόφωνο: «απόψε θα σε συναντήσω σαν τελειώσω, έξω από το μαγαζί νταρινταριντάααμ», έδινα κι ένα σημείωμα στο σερβιτόρο να της πάει και δεν έπαιρνε χαμπάρι κανείς τίποτα.
Έμενα ο ορισμός μου είναι ότι είναι όλοι καλοί, ο καθένας με την ταυτότητα του. Το φαγητό, ο έρωτας, το ντύσιμο και η μουσική είναι γούστα. Μπορεί να πας σε έναν μάπα κιθαρίστα, ο οποίος όμως να τραγουδάει καλά και να σκεπάζει τα πάντα, και να σε καθηλώσει. Και να πας σε έναν δεξιοτέχνη και να πεις δεν μ άρεσε καθόλου. Μπορεί να μιλήσεις, να πεις ένα τραγούδι μιλημένο και να κάνεις τον άλλον να κλάψει. Μπορεί και να το πεις τέλεια μουσικά, αλλά να μην τον αγγίξει. Μπορεί να παίξεις ένα κομμάτι με 102 λάθη και να αρέσει ενώ ο άλλος μπορεί να το παίξει τέλεια και να μην αρέσει. Είναι το πώς θα το πουλήσεις.
Κουράγιο σου δίνει η ανάγκη πρώτον. Και η αγάπη. Και χωρίς να το καταλάβεις, μπαίνεις στο λούκι. Με κούραζε αυτή η δουλειά, και τώρα με κουράζει πάρα πολύ. Έχω πάθει εκφυλισμό των φωνητικών χορδών, αλλά αυτό δεν με αγγίζει. Η φωνή είναι απ' το Θεό, δεν αλλοιώνεται, ή την έχεις ή δεν την έχεις. Με τα χρόνια μεστώνει, βαραίνει, μπασίζει. Αλλά ο φάλτσος είναι φάλτσος και δεν διορθώνεται ποτέ. Το καλύτερο όργανο για μένα στον κόσμο είναι η φωνή. Για μια φωνή παίζουνε ολόκληρες ορχήστρες από πίσω, για έναν Παβαρότι και μία Μαρινέλλα, τριάντα άτομα, πτυχιούχοι όλοι. Επώνυμοι, σπουδαγμένοι, αλλά για μια φωνή, αυτή συνοδεύουν, πάντα αυτή είναι το πρώτο θέμα στη μουσική. Οι πάντες πλαισιώνουν τη φωνή. Λέμε πάω να ακούσω τον τάδε, και δεν εννοούν τον κιθαρίστα ή κάποιον άλλο. Δυστυχώς.
«Πιστεύω ότι ο καλός, καλό έχει», ότι αν κάνεις καλό ότι θα το βρεις μπροστά σου. Αυτό που μένει όμως, δυστυχώς, είναι το κακό. Αν χαϊδέψεις μια γυναίκα δεν θα μείνει κανένα ίχνος, απλά η ευχαρίστηση, ενώ αν της δώσεις μια μπουνιά θα μείνει σημάδι. Το ίδιο κι αν χτυπήσεις το τραπέζι. Αν το χτυπήσεις απαλά με το χέρι δεν θα γίνει τίποτα, ενώ αν του ρίξεις μια σφυριά θα καταστραφεί".
back to main