Μικρομηκάδες σε μεγάλα κέφια
Διονύσης Ανεμογιάννης

Πέντε μπαφοκομένοι τυπάδες με μεγάλη λιγούρα, ένας Πακιστανός που ξε-καθαρίζει τζάμια και ένα κορίτσι χαμένο στις σκέψεις του πρωταγωνιστούν στις ταινίες των τριών νέων σκηνοθετών που παρουσιάζονται στις Νύχτες Πρεμιέρας Cosmote.

Νίκος Πάστρας, Ρωμανός Αργυρόπουλος και Γιολάντα Μαρκοπούλου. Μερικά από τα ονόματα που ξεχώρισαν στην εγχώρια παραγωγή ταινιών μικρού μήκους και διαγωνίζονται στα πλαίσια του φεστιβάλ Νύχτες Πρεμιέρας Cosmote για το βλέμμα του κοινού. Τους συναντήσαμε στο Bios όπου μιλήσαμε για τις καινούριες τους ταινίες, την ελληνική κινηματογραφική πραγματικότητα και όσα μπορούν να χωρέσουν σε μια ταινία μικρούς μήκους.

Φωτο: Νίκος Κατσαρός

Νίκος Πάστρας–To Χαμένο Κορίτσι

Μετά τις ονειρικές περιπλανήσεις της πρώτης του μικρού μήκους ταινία ‘Theremin’ που ταξίδεψαν σε πολλά διεθνή φεστιβάλ και έδωσαν ώθηση στον έλληνα δημιουργό, ο Νίκος Πάστρας επέστρεψε με το ‘Το Χαμένο Κορίτσι’. Στην συνέντευξη που μας έδωσε...

Φωτο: Manteau Stam.

Όλα ξεκίνησαν με το Theremin…
Το Theremin ήταν η πρώτη μου ταινία. Επειδή δεν είχα σπουδάσει ποτέ μου, τίποτα σε σχέση με τον κινηματογράφο, απλά μου άρεσε να βλέπω ταινίες. Είχα βέβαια διαβάσει πολλά θεωρητικά βιβλία, είχα παρακολουθήσει πολύ σινεμά, όμως η ταινία στην ουσία έγινε στα τυφλά. Με μια κάμερα των 1800 ευρώ (τότε), διευθυντή φωτογραφίας τον Γ.Κανάκη, που αργότερα έκανε το Casus Belli και πολλές φιλοδοξίες ξεκίνησα τα γυρίσματα. Σύντομα διαπίστωσα ότι είχε αποδοχή από τον κόσμο. Προβλήθηκε σε διάφορα φεστιβάλ και ένοιωσα ότι με εφαλτήριο την ταινία αυτή, μπορούσα να κάνω πολλά πράγματα στο μέλλον.

Δεν σου έλειπαν όμως οι τεχνικές γνώσεις;
Επειδή η δουλειά μου είναι σχετική με τα οπτικοασκουστικά μέσα, δεν υπολειπόμουν σε τεχνικές γνώσεις. Κατά καιρούς έχω κάνει video art για θεατρικά έργα ή trailer video για διάφορους φορείς.  

Τι πραγματεύονται οι ταινίες σου;
Και οι δύο ταινίες που έχω γυρίσει αφορούν γυναίκες σε σύγχυση. Το Theremin πρώτο απ’ όλα, παρακολουθεί την διαδρομή μιας γυναίκας με αμνησία, στο κέντρο της πόλης. Η γυναίκα αυτή ψάχνει κάτι και στον δρόμο της γι’ αυτό, συναντά ανθρώπους που δείχνουν επικίνδυνοι. Από την άλλη πλευρά, το ‘Χαμένο Κορίτσι’ πραγματεύεται το θέμα του βιασμού. Το θέμα της κακοποίησης είναι πολύ ευρύ. Με μια έννοια, όλοι έχουμε υποστεί βιασμό. Στα εργασιακά, σε θέματα κοινωνικά ή εθνικά… Είναι εύκολο να ταυτιστείς με το θύμα βιασμού.

Γιατί υπάρχει τόση βία στην ταινία;
Η βία είναι κινητήρια δύναμη. Είναι γεγονός ότι εσωτερικεύουμε την εξωτερική βία. Το αληθινό αίμα που θα δεις στους δρόμους, είναι πράγμα άγριο, σου ξυπνά αντικρουόμενα αισθήματα: σε απωθεί και σε έλκει συνάμα. Δεν θα κοιτάξεις μόνο από απλό ενδιαφέρον όταν συμβεί αυτοκινητιστικό ατύχημα. Η εποχή μας, άλλωστε, προσφέρεται για εκρήξεις βίας.

Πού έχει χαθεί τελικά το ‘Χαμένο Κορίτσι’;
Μέσα του.

Υπάρχει μια εμμονή με την γυναικεία ψυχοσύνθεση. Γιατί αυτό και πόσο ρεαλιστικά μπορεί κανείς άραγε να προσεγγίσει ένα τέτοιο θέμα;
Σίγουρα είναι πιο δύσκολο να μπεις στην ψυχολογία μιας γυναίκας, όμως αυτό είναι και το στοίχημα, αυτό μου προκαλεί το ενδιαφέρον.

Έχει προκύψει πρόβλημα εξαιτίας της διάρκειας της ταινίας που ξεπερνάει τα 15’;
Πολλά διεθνή φεστιβάλ δεν δέχονται ταινίες που ξεπερνούν σε διάρκεια το ένα τέταρτο και γενικότερα οι πιθανότητες να προβληθεί σε κάποια αίθουσα η ταινία σου,  είναι μικρές.

Δεν υπάρχει περίπτωση να είναι κερδοφόρα μια ελληνική παραγωγή μικρού μήκους;
Εδώ δεν είναι κερδοφόρες οι ‘μεγάλου μήκους’, πώς να είναι οι μικρές; Το ‘L’ του Μακρίδη που είναι καταπληκτική ταινία και είχε πάει στο φεστιβάλ του Sundance, έκοψε 350 εισιτήρια στις αίθουσες. Πάντως, ακόμα και αν έβγαζε λεφτά η ταινία το πρώτο πράγμα που θα έκανα θα ήταν να αποζημιώσω τους συντελεστές που εργάστηκαν εθελοντικά. Αυτό είναι το μεγάλο βάρος όταν κάνεις μια ταινία: οι άνθρωποι που έρχονται να σε βοηθήσουν και κουβαλάς μέσα σου την μεγάλη υποχρέωση σε αυτούς.

Ποιος είναι ο ‘δάσκαλός’ σου; Ποιον κινηματογραφιστή έχεις για πρότυπο;
Το προφανές, που ίσως αντιλαμβάνεσαι και βλέποντας τις ταινίες μου,  είναι η επιρροή David Lynch. Μου αρέσουν πολύ τα κλειστοφοβικά σκηνικά του Polanski στον ‘Ένοικο’, την ‘Αποστροφή’ και ‘το μωρό της Ροζμαρι’ αλλά και η ‘Περσόνα’ του Bergman.

Με τις κρατικές επιδοτήσεις να συρρικνώνονται και το κλίμα  να βαραίνει, δεν σκέφτεσαι να κυνηγήσεις την τύχη σου στο εξωτερικό;
Σίγουρα σκέφτεσαι διάφορα πράγματα. Υπάρχουν πολλοί που λένε ‘η χώρα σου σε χρειάζεται’. Για εμένα το ζήτημα είναι λιγότερο πατριωτικό, περισσότερο συναισθηματικό. Εδώ είναι οι δικοί σου άνθρωποι, οι συνεργάτες, οι φίλοι. Αυτός είναι ο κύκλος σου. «Πώς να τα αφήσεις όλα πίσω»; Επίσης δεν είναι δεδομένο ότι όταν ξενητευτείς θα βρεις την ‘Χώρα της Επαγγελίας’. Τα πράγματα είναι εξίσου δύσκολα εκεί έξω.

Φέτος για πρώτη χρονιά το διεθνές φεστιβάλ ταινιών μικρού μήκους Δράμας αλλά και οι Νύχτες Πρεμιέρας, αύξησαν τον αριθμό των ταινιών που προβάλλουν. Πώς το αξιολογείς αυτό;
Σίγουρα είναι απαραίτητο ένα φιλτράρισμα, αλλιώς χάνονται οι καλές δουλειές μες τον σωρό. Το ‘μεγάλο φυτώριο αταλάντων Δράμας’ έχει όμως και πολλά άλλα προβλήματα. Μέχρι πέρσι, υποχρέωνε τους κινηματογραφιστές να έχουν γυρίσει την ταινία τους με  φιλμ ή έστω να μεταφέρουν το τελικό αποτέλεσμα σε μορφή φιλμ, διαδικασία εξαιρετικά δαπανηρή, που αυτομάτως αποθάρρυνε πολύ κόσμο από το να συμμετέχει. Οι υπόλοιπες ταινίες, γυρισμένες ψηφιακά, προβάλλονταν όλες μαζί σε άσχετες προβολές και στην ουσία περνούσαν απαρατήρητες. Γενικά, το φεστιβάλ είχε μια προτίμηση στις ταινίες των κρατικών επιχορηγήσεων, έτσι λειτουργούσε. Φέτος ,πάλι, που το σύστημα άλλαξε, έχουμε το πρόβλημα ότι προβάλλονται τόσες πολλές ταινίες και ο κόσμος δεν έχει μια κατεύθυνση.

Ποιο είναι το πιο δύσκολο κομμάτι στην δημιουργία μιας ταινίας;
Όταν είσαι σκηνοθέτης αλλά την ίδια στιγμή τελείς και χρέη παραγωγού, χάνεις εντελώς το δημιουργικό σου πνεύμα. Εγώ έφτιαχνα το πρόγραμμα των συντελεστών, την διατροφή, τις μεταφορές, τις πρόβες (…) και αυτή είναι μια διαδικασία επίπονη και στερητική. Αυτός
, όμως, είναι ο τρόπος που γίνονται ταινίες στην Ελλάδα.

Είναι αλήθεια ότι θες να φτιάξεις ταινία μεγάλου μήκους;
Θέλω να κάνω σινεμά. Ό,τι και αν συνεπάγεται αυτό. Το μόνο πρόβλημα με τις ταινίες μικρού μήκους, είναι ότι έχουν πρόβλημα να βρουν κοινό.

Προβολή: Παρασκευή 28.09 στις 17:00 στο Δαναός 1

 

Ρωμανός Αργυρόπουλος–Munchies

Ο Ρωμανός Αργυρόπουλος είναι 23 χρονών και πρόσφατα αποφοίτησε από το ΙΕΚ ΑΚΜΗ. Η πρώτη του μικρού μήκους ταινία, τυγχάνει να είναι και πτυχιακή του. Την ίδια στιγμή όμως, προβάλλεται σε ένα από τα μεγαλύτερα ελληνικά φεστιβάλ κινηματογράφου, τις Νύχτες Πρεμιέρας. Αλήθεια πόσα τσιγάρα κάπνισε για να σκεφτεί το σενάριο;

«Το Munchies είναι η πρώτη μου ταινία. Στην ουσία είναι μπαφοκωμωδία. Μια παρωδιά action movie και ταινίας κλοπής με έντονα κωμικά στοιχεία».

Yπάρχουν εκεί και έξω και άλλες ‘μπαφοκωμωδίες’;
Εννοείται. Αγαπημένες μου είναι το Knocked Up και το Pineapple Express

Τι σημαίνει munchies;
Munchies είναι οι λιγούρες που σε πιάνουν όταν έχεις πιει μπάφο. Η υπόθεση της ταινίας είναι ότι μια παρέα αγοριών αφού πρώτα την έχουν πιεί για τα καλά, αποφασίζουν να πάνε και να κλέψουν ένα εργοστάσιο σοκολάτας. 

Πώς σου φαίνεται που η ταινία σου από πτυχιακή κατέληξε να προβάλλεται στο διαγωνιστικό τμήμα του ‘Νύχτες Πρεμιέρας’;
Είναι πολύ όμορφο αίσθημα. Ακόμα πιο όμορφα ένοιωσα όταν άκουσα το κοινό στην αίθουσα να γελάει ή όταν με έπιασαν κάποια άτομα και μου είπαν ότι το ένοιωσαν πολύ αληθινό, ότι αυτά τα πράγματα υπάρχουν, ότι αυτούς τους τύπους της ταινίας κάπου τους ξέρουν. Θα ήταν υποκριτικό να προσπαθούσα να φτιάξω κάτι με βαθυστόχαστο νόημα, μια ταινία κουλτούρας. Προτίμησα να μείνω πιστός σε αυτό που υπάρχει γύρω μου και είναι αληθινό.

Πες μου δυο λόγια για την παραγωγή της ταινίας.
Στο Munchies ανέλαβα παραγωγή, σκηνοθεσία και σενάριο. Στην παραγωγή βοήθησαν πολλοί φίλοι, αλλά και οι γονείς μου –πράγμα που μου έκανε εντύπωση, δεδομένου ότι πρόκειται για μπαφοκωμωδία-. Όμως πίστεψαν το εγχείρημα και πολλές φορές έτρεξαν και αρκετές φορές έσωσαν την κατάσταση. Στην ταινία έπαιξαν κανονικοί ηθοποιοί από δραματικές σχολές αλλά και φίλοι μου, που ταίριαζαν με τον ρόλο που είχα στο μυαλό μου.

Οι φίλοι σου πώς ανταποκρίθηκαν στους ρόλους που ανέλαβαν;
Στην περίπτωση των φίλων μου λειτούργησα με το σκεπτικό ότι φυσιογνωμικά ταίριαζαν με τα πρόσωπα του φιλμ. Λένε ότι ‘αν δεν ψάχνεις ηθοποιούς, ψάξε για φάτσες’, αυτό έκανα και εγώ. Στο γύρισμα ανταποκρίθηκαν με μεγάλη φυσικότητα και ρεαλισμό στους ρόλους τους. Λογικό. Στην ταινία παίζουν οι πέντε βασικοί χαρακτήρες που συναντάς σε παρέες που κάνουν χόρτο: ο σαϊκεντελάς που είναι ο ντίλερ, ο φλώρος, ο ‘γαμάω’, ο αναρχικός και ο άκυρος.

Ο ‘άκυρος’;
Δεν ξέρω αν έχεις παρατηρήσει, αλλά σε μπαφοπαρέες, πάντα υπάρχει ένας τύπος που μιλάει πολύ σπάνια ή σχεδόν ποτέ. Είναι κάτι σαν τον Bob από το δίδυμο ‘Jay and Silent Bob’.

Γιατί επέλεξες να ασχοληθείς με την σκηνοθεσία;
Από πολύ μικρός το μόνο που έκανα ήταν να βλέπω ταινίες. Έβλεπα όλη την ώρα. Η πρώτη ταινία που θυμάμαι –πέρα από το Lion King και το τρελό κλάμα που είχα ρίξει- ήταν ο Επαναστάτης με τον Michael Collins και τον Liam Neeson στο σινεμά Hi-life. Η μάνα μου συνεχώς μου έκλεινε τα μάτια να μην βλέπω τους φόνους, όμως εγώ απελευθερωνόμουν, γιατί ήθελα να δω. Ήμουν 5 χρονών. 

Συνέβησαν απρόοπτα περιστατικά στα γυρίσματα της ταινίας;
Μόνο απρόοπτα. Το βασικότερο όμως είναι το εξής. Το σενάριο της ταινίας έλεγε ότι η μεγάλη ληστεία σοκολάτας γινόταν σε μίνι μάρκετ. Όμως τελικά δεν μας έδωσαν τον χώρο. Έτσι μία μέρα πριν το γύρισμα –η οποία τύχαινε να είναι Κυριακή που τα πάντα είναι κλειστά-, δεν ξέραμε τι να κάνουμε. Ήμουν με το αυτοκίνητο από Ασπρόπυργο μέχρι Κηφισιά και έψαχνα κάποιον να μας δώσει τον χώρο για τα γυρίσματα της επομένης. Τελικά ο πατέρας μου έπεισε τους υπεύθυνους μιας αποθήκης για να μας την παραχωρήσουν και αναγκαστήκαμε να ξαναγράψουμε όλο το σενάριο –που μου είχε πάρει έξι μήνες να γραφτεί- προκειμένου να ανταποκριθεί στο νέο σκηνικό.

Σε νέες γνωριμίες που κάνεις συστήνεσαι ως σκηνοθέτης; Έχει αντίκρισμα ή αίγλη κάτι τέτοιο;
Η αλήθεια είναι ότι το βρίσκω πολύ ψωνίστικο να συστήνομαι ως σκηνοθέτης. Αν είχα κάνει μια ταινία μεγάλου μήκους, που μου άρεσε, τότε ίσως και να το έκανα. Τώρα προτιμώ απλά να αναφέρω ότι φτιάχνω ταινίες. ‘Ταινιάκια’ καλύτερα. Αλλά πάντα φροντίζω να το αναφέρω, γιατί μετράει! Η πιο κλασσική ατάκα που ακολουθεί είναι ‘τέλεια, θα με βάλλεις να παίξω και γω’;

Πώς νοιώθεις που υπάρχει τόσος κόσμος –νέος και παλιός- που φτιάχνει ταινίες; Δεν ασφυκτιάς στον συνωστισμό;
Αυτό που έχω διαπιστώσει είναι ότι δεν κάνει ο καθένας το ίδιο πράγμα. Κάθε κινηματογραφιστής έχει την δική του γλώσσα, στυλ και εμμονές. Το συνειδητοποίησα στην σχολή, όταν ο καθένας, από τις πρώτες κι όλας δοκιμές, φαινόταν να έχει μια εντελώς διαφορετική προσέγγιση στα πράγματα. Υπάρχει ,λοιπόν, χώρος για όλους. Δεν μπορεί παρά να με εντυπωσιάσει η ποσότητα της παραγωγής ταινιών, δεδομένης της κατάστασης της χώρας, όμως είναι λογικό από την στιγμή που το ψηφιακό format έκανε τον κινηματογράφο τόσο προσιτό στους δημιουργούς.

Συγκαταλέγω το Munchies σε εκείνη την κατηγορία ταινιών που είθισται να παρακολουθεί κανείς με μπύρα, πίτσα και καμένους κολλητούς σε διαλλείματα από Pro Evolution. Υπάρχει τέτοια κατηγορία ταινιών; Ποια είναι η καλύτερη ταινία του είδους;
Σε αυτή την κάστα ταινιών μπορεί να ανήκουν: κωμωδίες ,όπως το Old School, περιπέτειες, όπως η τριλογία Die Hard που την βλέπεις μονοκοπανιά μέχρι να πεθάνεις, αλλά και οι ταινίες με τις οποίες δεν περνάς καλά. Την τελευταία κατηγορία, που πραγματικά δεν καταλαβαίνω γιατί εξακολουθούμε να την παρακολουθούμε ευλαβικά, απαγορεύεται να την βλέπεις τρώγοντας πίτσα. Είναι εκείνα τα κακά, αηδιαστικά, καμένα θρίλερ όπως η ‘Σαρανταποδαρούσα’. 

‘Σαρανταποδαρούσα’;
Πρόκειται για ένα cult film στο οποίο ένας γιατρός απαγάγει τρία άτομα και φτιάχνει μια ανθρώπινη σαρανταποδαρούσα κολλώντας το στόμα του ενός στον πρωκτό του άλλου και υποχρεώνοντας τους να τρέφονται από τα κόπρανα του μπροστινού τους. Κατάλαβες; Είναι πράγματα που δεν θες ποτέ να δεις, αλλά πάντα κάπως πείθεσαι. Όπως όταν σου ζητούν να googlάρεις: ‘two girls, one cup’ και εσύ το κάνεις.

Γιολάντα Μαρκοπούλου - It's OK my friend

Η Γιολάντα Μαρκοπούλου γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε στη Βοστόνη στο boston university college of communication. Επιστρέφοντας εργάστηκε ως βοηθός του Μιχάλη Κακογιάννη και μπήκε το χώρο του θεάτρου. Έχει σκηνοθετήσει θεατρικές παραστάσεις όπως το Χώμα και μικρού μήκους ταινίες («Οι Πυραμίδες της Αθήνας» 2010). Στις νύχτες πρεμιέρας συμμετέχει με το τετράλεπτο It’s ok my friend.

Ποιό είναι το θέμα της ταινίας It’s ok my friend;
Το σενάριο είναι του Μιχάλη Μουλακάκη. Η ιστορία στην ουσία είναι μια συνάντηση δύο αντρών με ένα Πακιστανό που καθαρίζει τζάμια σε ένα φανάρι, μια σκηνή που σίγουρα βιώνουμε όλοι μας καθημερινά. Η συνάντηση εξελίσσεται αρχικά σε μια μικρή τραγωδία και στο τέλος βέβαια έρχεται η στιγμή  της «κάθαρσης». Είναι μια σκηνή που εκτυλίσσεται στις ράγες του τραίνου και αποτελεί μια συνάντηση δύο πολιτισμών. Έχει γυριστεί στον Ταύρο, πίσω από τις αποθήκες.

Μέχρι στιγμής έχεις ασχοληθεί, εκτός από το θέατρο, μόνο με ταινίες μικρού μήκους. Θα ήθελες να κάνεις κάτι μεγαλύτερο;
Η διάρκεια είναι σχετική, με την έννοια του ότι μια μικρού μήκους ταινία είναι από μόνη της ένα είδος ταινίας. Δεν σημαίνει απαραίτητα ότι κάνεις μικρού μήκους ταινία για να κάνεις μεγάλου μήκους ταινία. Είναι μια άλλη κατηγορία με τους δικούς της κανόνες. Είναι από μόνο του και μια μεγάλη πρόκληση γιατί το να πεις μια ιστορία σε λίγο χρόνο είναι καμιά φορά ακόμα πιο δύσκολο.           

Η Αθήνα τι ερεθίσματα νομίζεις ότι δίνει σε ένα δημιουργό;
Νομίζω πάρα πολλά. Μόνο και μόνο το να βγει στο δρόμο να παρατηρήσει χίλια δυο περιστατικά και να δει τους ανθρώπους που κυκλοφορούν. Συμβαίνουν τόσα πράγματα παράλληλα, είναι μια χαοτική πόλη που μπορεί να σου δώσει πάρα πολλά ερεθίσματα, να σου δώσει ιστορίες. Αρκεί να έχεις την υπομονή και το χρόνο να παρατηρήσεις. Τα τελευταία χρόνια ειδικά που έχουν αυξηθεί και οι πληθυσμοί από διαφορετικές χώρες είναι πάρα πολύ όμορφο σε κάποιες περιοχές να βλέπεις και ανθρώπους οι οποίοι είναι ντυμένοι με διαφορετικό τρόπο, περπατάνε διαφορετικά, κουβαλάνε μια άλλη κουλτούρα μαζί τους.  Ειδικά στο Μεταξουργείο, όπου δουλεύω. «Οι Πυραμίδες της Αθήνας» (2010) ήταν η ιστορία ενός Αιγύπτιου μετανάστη ο οποίος δεν έχει σπίτι και κοιμάται μέσα σε ένα κτήριο της περιοχής. Η ταινία αυτή γυρίστηκε εκεί, με Αιγύπτιους που πάνε στο αιγυπτιακό καφενείο που είναι το βασικό location.

Και στο It’s OK my friend;
Και πάλι ο πρωταγωνιστής, ο Πακιστανός, ο Φάνης είναι ερασιτέχνης ηθοποιός. Ξεκίνησε θέατρο στα σεμινάρια που κάνουμε στο Συνεργείο. Στον χώρο αυτόν κάνουμε σεμινάρια για πρόσφυγες και μετανάστες. Μιλάμε για μαθήματα θεάτρου και φωτογραφίας, με μια βάση στο art therapy. Δουλεύουμε όλο το χρόνο μια φορά τη βδομάδα με πληθυσμούς από διαφορετικές χώρες, πρόσφυγες, μετανάστες, νέους κυρίως, οι οποίοι καταλήγουν στο τέλος να  έχουν τη δυνατότητα να συνθέσουν και να φτιάξουν μια δικιά τους παράσταση ή παρουσίαση.

Ποια θα έλεγες ότι είναι τα πιο κινηματογραφικά σημεία στην Αθήνα;
Τα σημεία που έχω επιλέξει να κάνω  τα γυρίσματα, το Μεταξουργείο, ο Ταύρος,  στις περιοχές εκεί με τις αποθήκες και τους δρόμους και τα φορτηγά.

Προβολή Τρίτη 25.09 στις 17:00 στο Odeon Opera



back to main