.jpg&w=604)
Η έντονη, «καταραμένη» προσωπικότητα της Κατερίνας Γώγου και κυρίως η πύρινη αιρετική γραφή της ήταν οι λόγοι που ο Αντώνης Μποσκοΐτης έφτιαξε ένα ντοκιμαντέρ για τη ζωή και το έργο της ως ηθοποιού, ποιήτριας, αγωνίστριας ενάντια στο κατεστημένο και σε κάθε μορφή εξουσίας.
Η συζήτηση με τον Αντώνη Μποσκοΐτη έγινε στα Εξάρχεια, στους χώρους όπου γυρίστηκε το ντοκιμαντέρ.
Πότε ξεκίνησε η ιδέα της ταινίας;
H ιδέα ξεκίνησε το 2007, δηλαδή αμέσως μετά το τελείωμα του «Ζωντανοί στο Κύτταρο-Σκηνές Ροκ». Η Γώγου ανέκαθεν με γοήτευε ως προσωπικότητα, κυρίως μέσα από τα ποιήματά της και λιγότερο από τις εμφανίσεις της στον παλιό ελληνικό κινηματογράφο. Βέβαια, έχει πρωταγωνιστήσει σε μια οριακή ταινία κατά τη γνώμη μου, στο “Βαρύ Πεπόνι” του Τάσσιου, που ήταν το επίσημο δείγμα του νεορεαλισμού στον μεταπολιτευτικό ελληνικό κινηματογράφο. Εκεί που έλεγα λοιπόν ότι θα το ξεκινήσω, με παίρνει τηλέφωνο ο Γιάννης Σολδάτος και μου λέει ''πάμε να κάνουμε τη βιογραφία του Κούνδουρου''. Έτσι έμεινε πίσω.
Αλήθεια τι έγινε η ταινία του Κούνδουρου;
Έχω μείνει στο ότι μου έχει απαγορεύσει κάθε δημόσια προβολή της. Παρεμπιπτόντως, ούτε ξέρω τι θα γίνει με το φεστιβάλ ελληνικού κινηματογράφου του Εδιμβούργου, που μου τη ζήτησαν να προβληθεί. Χάος, μην το ψάχνεις.
Γιατί διάλεξες τη Γώγου;
Γιατί με εξιτάρουν πάρα πολύ -όπως σου είπα- οι καταραμένες προσωπικότητες, όταν συνδυάζονται με μία πολύ ισχυρή καλλιτεχνική παρουσία. Τό'χω ξαναπεί, όμως για μένα ταυτίζονται η Φλέρυ Νταντωνάκη με την Κατερίνα Γώγου, το ίδιο είπαν και στο ντοκιμαντέρ ο Νιάρχος κι ο Χρονάς, οι ποιητές. Παρότι δεν είχαν καμία σχετική ζωή οι δυο τους. Δηλαδή, κι αυτό που λέγεται για τα ναρκωτικά με τη Γώγου είναι ένας μύθος, αφού το έντονο αυτοκαταστροφικό πιο πολύ είχε σχέση με το αλκοόλ, παρά με την πρέζα. Αλκοολική ήταν. Με τα ναρκωτικά έμπλεξε την τελευταία τριετία, περιθωριοποιήθηκε πλήρως και κάηκε. Αλλά τα προηγούμενα χρόνια, μετά τη μεταπολίτευση, δεν είχε καμία σχέση με τα ναρκωτικά. Όπως και η Φλέρυ, κάηκαν από την τέχνη τους, από αυτό που έκαναν. Η μία από το τραγούδι, η άλλη από το γραπτό λόγο, από την ποίηση.
Και ξεκίνησες να φτιάχνεις την ταινία μόνος σου...
Όλα ξεκινάνε από την αγάπη κάποιου για το θέμα του για να κάνει ταινία. Εγώ ποτέ δεν έχω κάνει ντοκιμαντέρ κατά παραγγελία. Μου είχαν προτείνει και στο παρελθόν, αλλά αν δεν μου έλεγε κάτι το πρόσωπο, το θέμα, δεν θα ασχολιόμουν. Ακόμα κι αν υπήρχε παραγωγή από πίσω. Προτίμησα δηλαδή να γίνει αυτή η ανεξάρτητη δουλειά εκ των ενόντων, παρά να αναλάμβανε κάποιος που είχε χρήμα από πίσω με μία άλλη πρόταση.
Πες μου μερικά πράγματα για τη Γώγου. Πράγματα που ανακάλυψες αφού ασχολήθηκες μαζί της.
Έζησε στην οδό Τροίας στην Κυψέλη για πολλά χρόνια και στο Μεταξουργείο, στο σπίτι που είχε με τη μάνα της. Την είχα γνωρίσει μία φορά το 1993, όταν ήμουν 19 χρονών, πρωτοετής στη σχολή κινηματογράφου. Κάποιος φίλος μου τότε, ένας Κώστας, έκανε παρέα μαζί της, δεν ξέρω αν είχαν κάτι ερωτικό. Τη συνάντησα εδώ, στη γωνία, στο καφενείο της Βάσως στα Εξάρχεια κι ομολογώ ότι δεν τη γνώρισα. Ήταν τρομερά τσακισμένη, με άσπρα μαλλιά, μακριά κι ατημέλητα, αδύνατη πολύ. Αυτό έγινε το Σεπτέμβρη κι εκείνη έφυγε τον Οκτώβρη. Ένα-ενάμιση μήνα πριν φύγει δηλαδή, τη γνώρισα σε άθλια κατάσταση. Ξέρεις τι με είχε εντυπωσιάσει; Γέμισε ένα μεγάλο ποτήρι ούζο και το ήπιε μονορούφι κι εγώ είχα πάθει σοκ. Δεν είχα ξαναδεί γυναίκα να κατεβάζει ένα νεροπότηρο με ούζο. Θυμάμαι με κοίταξε και μου έκανε ένα ''καλά είσαι;'', αυτή ήταν η ατάκα της. Δεν είχα καταλάβει ότι ήταν αυτή, κι ο φίλος μου απ' τη σχολή μου είπε “ρε συ αυτή ήταν η Γώγου, η ποιήτρια, η ηθοποιός” -εγώ βέβαια σαν ποιήτρια μόνο την ήξερα τότε. Με βάση αυτό που είδα κατάλαβα ότι η γυναίκα αυτή δεν είχε ζωή μέσα της. Και κάποια στιγμή, Οκτώβρης του '93, στη σχολή, μάς μαζεύει η Χατζίκου η Ευγενία, η διευθύντρια, και μας λέει ότι βρέθηκε νεκρή η Κατερίνα η Γώγου. Κι αμέσως θυμήθηκα το ραντεβού εκείνο, εκείνη τη μοναδική φορά που τη γνώρισα στα Εξάρχεια. Λίγες εβδομάδες μετά, η Σεμίνα Διγενή έκανε μια τρομερή εκπομπή στον Αντέννα στο “Made in Greece”, ένα εκπληκτικό πορτρέτο. Ήταν τότε που η ιδιωτική τηλεόραση βρισκόταν στο ξεκίνημά της κι είχε κάτι ακόμα από την παλιά κρατική, εκπομπές με ουσία και έρευνα. Σ’ αυτή την εκπομπή πρωτοείδαμε τη Μυρτώ να μιλάει για τη μάνα της, πάρα πολύ συγκινητικά, την Αφροδίτη τη Μάνου, το Γιώργο τον Σκούρτη, το Φελέκη...
Πες μου για την σχέση της με τα Εξάρχεια.
Για τη σχέση της Γώγου με τα Εξάρχεια μιλάει στην ταινία η Ελένη Πορτάλιου, η υποψήφια δήμαρχος Αθηναίων με την Ανοιχτή Πόλη, η οποία είχε ζήσει τη Γώγου σε απεργίες πείνας, σε πολιτικές κινητοποιήσεις, δίνοντας έτσι το στίγμα των Εξαρχείων. Τα Εξάρχεια είναι μια περιοχή όπου ανέκαθεν υπήρχε έντονα φοιτητικό κίνημα, εδώ είναι όλα τα βιβλιοπωλεία, οι περισσότεροι εκδοτικοί οίκοι, εδώ εδραιώθηκαν ισχυρές προσωπικότητες του αντιεξουσιαστικού και του καλλιτεχνικού χώρου, από το Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, μέχρι το Ραφαηλίδη, την Αρλέτα και το Νικόλα Άσιμο που ήταν σύμβολο της περιοχής. Όχι τόσο ο Παύλος Σιδηρόπουλος, παρότι θεωρείται μέρος της παρέας. Κι η Κατερίνα η Γώγου, που όλη της η δράση ήταν εδώ στα Εξάρχεια. Η δράση της ήταν γενική, αλλά εδώ ήταν η έναρξη. Λέει ο Γιάννης ο Φελέκης στην ταινία ότι τη συναντούσε τακτικά στην πλατεία, την ίδια περίοδο που τη συνάντησα κι εγώ μάλλον, απόλυτα περιθωριοποιημένη, και τού έλεγε “Ας κάνουμε κάτι ρε Γιάννη, μας έχουν αποδεκατίσει με την πρέζα. Κάντε κάτι να οργανωθούμε”. Δηλαδή, ενώ ήταν κι η ίδια μέσα στο κόλπο, έψαχνε τρόπους για μια κινητοποίηση κατά όλου αυτού. Όπως λέει κι ο Γιώργος ο Γαρμπής, ο εκδότης του Ελεύθερου τύπου των αναρχικών εκδόσεων, είναι φοβερό πώς αυτή η γυναίκα που είχε συμμετάσχει σε κινητοποιήσεις με μότο “οι μπάτσοι πουλάνε την ηρωίνη” έπεσε σ' αυτή τη λούμπα και καταστράφηκε από αυτό. Ενώ ας πούμε ο Άσιμος δεν είχε ουδεμία σχέση με την πρέζα. Ο Άσιμος ήταν μέθυσος, άντε και κανένα τσιγαριλίκι.
Η πιο γνωστή ιδιότητά της για τον πολύ κόσμο ήταν της ηθοποιού, κυρίως για τις εμπορικές ταινίες των ’60s. Ξέρεις αν τις είχε αποκηρύξει;
Όχι, καθόλου. Η ταινία μου ξεκινάει με σκηνές από από το παλιό ελληνικό σινεμά, περνάει στο νέο ελληνικό σινεμά, στην ποίηση, την αναρχία, τα ναρκωτικά, και φτάνει στο θάνατο. Όταν μιλάει ο Λευτέρης Ξανθόπουλος προβάλλονται αποσπάσματα από την πρώτη ταινία που έπαιξε, το “Ξύλο βγήκε απ' τον Παράδεισο” το '59, σε ηλικία 19 χρονών. Η ίδια έλεγε ότι δεν τις σνόμπαρε αυτές τις ταινίες, ίσα ίσα που αναγνώριζε ότι τη βοηθούσαν να ζει αξιοπρεπώς, γιατί έπαιρνε ρολάκια δέυτερα κλπ. Υπάρχουν κάποια κείμενά της, νομίζω στο “Με λένε Οδύσσεια”, που αναφέρεται σε αυτό. Ευγνωμονεί τον Αλέκο Σακελλάριο που την ανακάλυψε και τη βοήθησε. Αναφέρεται σε συμπρωταγωνιστές της. Κάποια στιγμή, θυμάμαι μια συνέντευξη του Αλέκου Τζανετάκου ο οποίος δεν ζει πλέον, που ήταν ο παρτενέρ της σε αυτές τις ταινίες, κι έλεγε ότι τον είχε αγαπήσει πάρα πολύ, ήταν ένα ζευγάρι πολύ αγαπημένο σε εκείνες τις ταινίες. Είχανε παίξει μαζί στο “Μια τρελή τρελή οικογένεια” και στο “Ο Τρελός τα έχει 400” -εκείνη έκανε την κόρη του Κωνσταντάρα κι εκείνος το φίλο της. Μετά κάνει μία παύση το ’70 περίπου και εμφανίζεται ξανά στην ταινία του Κατσουρίδη “Τι έκανες στον πόλεμο Θανάση” που κάνει την αδερφή του Βέγγου, όπου είναι εξαιρετική ηθοποιός. Κι έχοντας πια γνωρίσει τον Τάσσιο, τον σύντροφό της, τον παντρεύεται στις αρχές του '70 και το '77 με συμπρωταγωνιστή τον Χρυσομάλλη κάνουν το “Βαρύ Πεπόνι”. Αυτήν την ταινία την πήρε όλη πάνω της η Γώγου και νομίζω ήταν τόσο πετυχημένη στην απόδοση του ρόλου επειδή έπαιζε στην ουσία τη ζωή της, αυτό το μπούχτισμα από τα βιώματα μιας γυναίκας στην πρωτεύουσα. Δραματικός ρόλος, τότε πλέον μπήκε με τα μπούνια στο ελληνικό σινεμά. Μετά έκανε την “Παραγγελιά” το '80, πάλι με τον Τάσσιο. Εκεί δεν παίζει, απαγγέλει, αλλά για μένα αυτή είναι όλη η ουσία της ταινίας. Δηλαδή ο Τάσσιος ασχολήθηκε με την υπόθεση Κοεμτζή, αλλά ολόκληρη η “κρέμα” της ταινίας είναι η Γώγου την οποία έχει κινηματογραφίσει εξαιρετικά. Σκηνές που καπνίζει, που βάφεται, τότε έγινε και το σάουντρακ με το Σφέτσα. Για μένα ένας οριακός ελληνικός ροκ δίσκος, με μια φοβερή τζαζ ροκ μπάντα, όπου εκεί η Γώγου διάβαζε τα ποιήματά της από τα βιβλία της «Τρία Κλικ Αριστερά» και το «Ιδιώνυμο». Έχει πλάκα, γιατί πρόσφατα άκουσα να παίζεται στις αποβάθρες του μετρό. Ξέρεις, εκεί που όλοι συζητούσαν για τα δικά τους στο μετρό, εγώ άκουσα τη μουσική του Σφέτσα από το “Στο δρόμο» και σκέφτηκα «ε, αυτό πια είναι μια πράξη αντίστασης». Η Γώγου έπαιξε και σε μια άλλη ταινία το '84 του Αντρέα Θωμόπουλου, και όχι απλά έπαιξε, αλλά συνυπέγραψε το σενάριο με το Θωμόπουλο, το οποίο βραβεύτηκε στο φεστιβάλ κινηματογράφου Θεσσαλονίκης: Το «Όστρια, το τέλος του παιχνιδιού». Η Γώγου έχει παίξει σε κάτι τρομερά ποιητικά πλάνα. Άκου τώρα κάτι που έχει πλάκα. Στο facebook επικοινώνησα με την Ελένη Ανουσάκη. Μου είπε ότι έχει στα χέρια της μία ταινία στην οποία παίζει η Γώγου σε ηλικία 9 ετών. Μιλάμε για μία ταινία του 1949, που παίζει κι ο Παπάς, που ήταν και άντρας της Μερκούρη για ένα διάστημα. Βέβαια, όταν μου το είπε αυτό η ταινία είχε κλείσει, είχε κλειδώσει, δεν μπορούσα να τα βάλω αυτά τα πλάνα, αλλά θα είχε πολύ ενδιαφέρον. Εννέα χρονών ξεκίνησε σαν παιδί θαύμα, έπαιζε σε μπουλούκια, ξεκίνησε από τέτοια πράγματα. Ο γονείς της δεν είχαν καμία σχέση μ' αυτά, απ’ ό,τι ξέρω δεν είχαν σχέση με το θέαμα. Στα 13 της έφυγε απ’ το σπίτι και ζούσε με κάτι αλήτες στο δρόμο. Οι γονείς της την έψαξαν και όταν τη βρήκε η αστυνομία την πήγαν σε ένα γιατρό να διαπιστώσει αν είναι παρθένα. Η Γώγου το αρνήθηκε, δεν άφησε να της το κάνουν αυτό το πράγμα. Κι έκτοτε,αυτό που έζησε από πολύ μικρή ηλικία, το κυνηγητό του πατέρα, των μπάτσων, το έβγαλε μετά στην ποίησή της ως αντίδραση στο κατεστημένο, στην πατριαρχεία, σε κάθε μορφή εξουσίας απέναντι στη γυναίκα, στις μειονότητες.
Σταρ δεν ήτανε ποτέ. Όπως είπε ένας φίλος μου χαρακτηριστικά, κατάφερνε να κάνει πρωταγωνιστικούς τους δευτεραγωνιστικούς ρόλους, με την παρουσία της, με τη φωνή της, με την κίνησή της. Αλλά όπως λέει και στην ταινία ο Λευτέρης Ξανθόπουλος, ο σκηνοθέτης-ποιητής, πάντα ήταν στην άκρη του κάδρου η Γώγου. Δηλαδή δεν τη φχαριστιόμασταν, εκεί που έλεγες θα τη δούμε κι άλλο, έλεγε κάτι κι έφευγε και ξαναρχότανε. Αυτό φυσικά γινότανε προφανώς για να εστιάσουμε στους πρωταγωνιστές, σε κάποιο άλλο πρωταγωνιστικό δίδυμο, είτε ήταν ο Αλεξανδράκης με την Καρέζη, είτε ήταν ο Κωνσταντίνου με την Κοντού. Η Γώγου έχει παίξει και στο “22” του Κούνδουρου. Αλλά τότε ίσως είχε μπει στο κύκλωμα του Φίνου, την είχε ανακαλύψει ο Σακελλάριος και είχε παίξει σε αρκετές ταινίες. Αυτή ήταν η εμπορική περίοδος του ελληνικού σινεμά. Μην ξεχνάς ότι μιλάμε για μια εποχή όταν η Ελλάδα μετά την Ινδία ήταν δεύτερη χώρα στον κόσμο σε παραγωγή ταινιών.
Πόσες ποιητικές συλλογές είχε βγάλει;
Πολλές, κυρίως στον Καστανιώτη. Μετά θάνατον, βγήκε το “Με λένε Οδύσσεια” και η πολύ καλή έρευνα της Αγάπης-Βιργινίας Σπυράτου το “Έρωτας Θανάτου”. Ο σύντροφός της ο Κορδέλας τονίζει ότι όταν ολοκλήρωνε ένα ποίημα, χάριζε ένα αντίγραφο σε εκείνον και στην κόρη της, τη Μυρτώ. Μόλις τελείωνε λοιπόν το ποίημα, το διάβαζε στους δικούς της και ήθελε να δει αν έχει προφορικότητα ο λόγος, αμεσότητα. Αυτό ήταν και το ατού της το μεγάλο, ότι για πρώτη φορά στα τέλη του 1970 σκάει μια ποιητική συλλογή, με τον ίδιο τρόπο που είχε βγάλει ο Γκίνσμπεργκ το ''Ουρλιαχτό'', σαν να ούρλιαζε τις λέξεις. Τις φώναζε τις προτάσεις της. Αυτό είχε κάνει η Γώγου και γι’ αυτό την είχαν ταυτίσει με το beat κίνημα, αν και η ίδια δεν είχε πολύ μεγάλη σχέση με αυτό. Προς το τέλος της ζωής της, στα τελευταία δηλαδή ποιήματα της, ανακάτευε λίγο την beat κουλτούρα, την Patti Smith. Ήταν πολύ σκληρά ποιήματα, τρομερά σκληρές οι εικόνες τους έως και φρικιαστικές.
Πες μου για τη Σόνια, το ποίημα που διαβάζει στην ταινία η Εύα Κουμαριανού.
Το ποίημα αυτό υπάρχει στο βιβλίο της «Οι Απόντες» και ξεκινάει με τη φράση «Έγειρε το χλωμό κεφάλι της…». Η Σόνια ήταν μια τραβεστί που σύχναζε στα Εξάρχεία, η οποία δολοφονήθηκε στο λόφο του Στρέφη. Η Κουμαριανού μού είχε δώσει μια δική της εκδοχή για το θάνατο της. Άλλοι είπαν απλά ότι ήταν ρατσιστική δολοφονία, καθαρά. Το θέμα είναι ότι ο Άσιμος τής είχε γράψει ένα τραγούδι, το «Δε σε θέλω τραβεστί» και η Γώγου της έγραψε αυτό το ποίημα στους «Απόντες».
Στην ταινία υπάρχουν δραματοποιημένες σκηνές. Πώς επέλεξες την ηθοποιό που την υποδύεται;
Στα ντοκιμαντέρ μου θέλω να υπάρχουν δραματοποιημένες σκηνές. Αυτό εμπεριέχει πάντα αρκετούς κινδύνους, αλλά από την εμπειρία μου, κι από τη μία δεκαετία που κάνω τώρα ντοκιμαντέρ, θεωρώ ότι το’ χω, δηλαδή τα δραματοποιημένα μου έχουν πάει καλά μέχρι τώρα. Δεν ξέρω τώρα, από σύμπτωση, κατά τύχη… Και στο Κύτταρο έπαιζα εγώ με τον Πουλικάκο πάνω στη μοτοσικλέτα. Στη Φλέρυ Νταντωνάκη είχα βάλει μία κοπέλα που της έμοιαζε, με την ίδια ευγενική φυσιογνωμία να την υποδυθεί κατά κάποιον τρόπο. Για τη Γώγου διάλεξα τη Λουκία Μιχαλοπούλου, με την οποία –σημειωτέον- έχουμε μία φιλία χρόνων, να υποδυθεί όχι ακριβώς τη Γώγου, αλλά μία γυναίκα που θα μπορούσε να είναι η Γώγου. Αυτή η γυναίκα κινείται στο χώρο των Εξαρχείων, σε αλλόφρονα συνήθως κατάσταση, και μεταφέρει το λόγο των ποιητών. Ως φόρο τιμής όχι μόνο στη Γώγου, αλλά και σε φίλους που έφυγαν ή που ταυτίστηκαν με τη Γώγου, έβαλα τη Λουκία να διαβάσει όχι μόνο ποιήματα της Κατερίνας από το “Τρία Κλικ Αριστερά” αλλά κι ένα ποίημα της δημοσιογράφου, της Στέλλας της Βλαχογιάννη, η οποία ήταν η πρώτη που πήρε συνέντευξη στη Γώγου όταν έκανε το “Τρία Κλικ Αριστερά”, για το βιβλίο της. Και γνωρίζω ότι τις συνέδεε φιλία. Επίσης την έβαλα να διαβάζει Αντρέα Παγουλάτο, τον γκουρού μου τον ποιητή τον οποία χάσαμε πριν από μερικά χρόνια και που στην ταινία μέσα υπάρχει μια ιστορία με την Γώγου, τον Παγουλάτο και τον ποιητή το Βαλαωρίτη. Έτσι, διάλεξα κάποια εμπρηστικά ποιήματα αυτών των ποιητών κι ενός νέου ποιητή, του Σπύρου Αραβανή που μου άρεσε πάρα πολύ η ποιητική του συλλογή “Ιστορία ενός ανθρώπου” κι επέλεξα ένα κομμάτι, ένα ποίημα από εκεί. Θεωρώ τη Λουκία μια πάρα πολύ καλή ηθοποιό, η οποία έχει βραβευτεί για τη δουλειά της στο θέατρο και στο σινεμά, και όλο λέγαμε ότι κάποια στιγμή κάτι θα κάναμε μαζί. Εκείνη μου έλεγε ''κάνεις ντοκιμαντέρ οπότε τι να κάνουμε;'', αλλά να που έκανα ντοκιμαντέρ κι είναι κι εκείνη. Έδωσε τον καλύτερο εαυτό της, δηλαδή κι η ίδια το χάρηκε πάρα πολύ. Δε θα ξεχάσω πως μεταβαλλόταν την ώρα της ερμηνείας. Ναι μεν κάποιος σήμερα βλέποντάς τη μπορεί να τη χαρακτηρίσει υπερβολική, αλλά δεν είναι καθόλου υπερβολική η ερμηνεία της, δηλαδή το βίωνε αυτό το πράγμα, την έβλεπες να αλλάζει κανονικά περσόνα την ώρα που έπαιζε, κι όχι απλά μια ερμηνεία. Νομίζω την είχε αγγίξει πάρα πολύ αυτό που έκανε. Κάναμε πρόβες, διάβαζε ποιήματα, είχε πάρει τη φωνή της Γώγου στα χέρια της. Μήπως η Γώγου σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής της δεν ήταν υπερβολική;
Πες μου για τη μουσική της ταινίας.
Κάποια στιγμή σκεφτόμουν να ζητήσω από τον φίλο μου τον Γιώργο Χατζιδάκι ανέκδοτες μουσικές του Μάνου. Ο Κορδέλλας, τον οποίο εμπιστευόμουν πολύ αναφορικά με το project, μου είπε πως θα ήταν λάθος κίνηση κι έτσι προτίμησα να στραφώ σε ένα νέο άφθαρτο μουσικό. Καμιά σχέση με...εντεχνίλα! Ο Κωνσταντίνος Τσιώλης κατ' αρχάς είναι μέγας σινεφίλ και πέρσι λιώσαμε οι δυο μας στις ''Νύχτες Πρεμιέρας''. Βασικά όμως είχα ακούσει δουλειές του, για την παράσταση ''Το κορίτσι-μπαταρία'' της Όλιας Λαζαρίδου, καθώς και το υπό έκδοσιν άλμπουμ των underground Τεφλόν, στους οποίους είναι μέλος. Ο Κωνσταντίνος επίσης είναι μουσικός στη μπάντα του Λόλεκ, παίζει rhodes piano, μελόντικα και ακορντεόν. Η Λένα Πλάτωνος, πάντως, όπως και ο μουσικόφιλος Δημήτρης Θεοδωρόπουλος, οπερατέρ του ντοκιμαντέρ, χαρακτήρισαν τον ήχο του ''τελείως John Cale''. Πιστεύω ακράδαντα τώρα ότι κανείς δε θα μου έγραφε αρτιότερη πρωτότυπη μουσική γι' αυτό το φιλμ.
Η πρεμιέρα της ταινίας που παρουσιάζει μία από τις πιο έντονα μυθοποιημένες μορφές που έδρασαν στα Εξάρχεια τις δεκαετίες του 80 και στις αρχές του ’90 θα γίνει στις Νύχτες Πρεμιέρας την Πέμπτη 27 Σεπτεμβρίου στις 9.15 το βράδυ. Θα ξαναπροβληθεί την Παρασκευή 28.9 στις 19.45. Και οι δύο προβολές είναι στο Δαναό.
back to main